Για την μνησικακία (Αββά Δωροθέου)

Έ­νας α­πό τους Πα­τέ­ρες, ό Εύ­ά­γριος, εί­πε ό­τι οι μο­ναχοί δεν πρέ­πει να ορ­γί­ζον­ται η να στε­νο­χω­ρούν κα­νέ­ναν. Και πά­λι εί­πε: Αν κά­ποι­ος χα­λι­να­γω­γή­σει το θυ­μό, χα­λι­να­γω­γεί τους δαί­μο­νες. "Αν ό­μως έ­χει νι­κη­θεί ά­π' αυ­τό το πά­θος, εί­ναι τε­λεί­ως ξέ­νος α­πό τη μο­να­χι­κή ζω­ή και άλ­λα σχε­τι­κά. Τί λοι­πόν πρέ­πει να πού­με ε­μείς για τον ε­αυ­τό μας, που 6έν στα­μα­τό­με μό­νο στο θυ­μό και στην ορ­γή, άλ­λα πολ­λές φο­ρές φτά­νου­με και μέ­χρι τη μνη­σι­κα­κί­α; Τί άλ­λο, πα­ρά το να πεν­θή­σου­με γι' αυ­τή την ε­λε­ει­νή και α­πάν­θρω­πη κα­τά­στα­ση μας; "Ας κρα­τη­θού­με λοι­πόν ά­γρυ­πνα τα μά­τια της ψυ­χής και του σώ­μα­τος, α­δελ­φοί μου, και ας βο­η­θή­σου­με «με­τά Θε­όν» τους ε­αυ­τούς μας, για να γλυ­τώ­σου­με α­πό την πί­κρα αυ­τού του κα­τα­στρε­πτι­κού πά­θους. Για­τί συμ­βαί­νει πολ­λές φο­ρές να βά­ζει κα­νείς με­τά­νοι­α στον α­δελ­φό του — ό­ταν φυ­σι­κά ψυ­χραν­θούν η στε­νο­χω­ρη­θούν με­τα­ξύ τους — και να πα­ρα­μέ­νει και με­τά τη με­τά­νοι­α λυ­πη­μέ­νος και έ­χον­τας λο­γι­σμούς ε­ναν­τί­ον του. Δεν πρέ­πει αυ­τός που πο­λε­μι­έ­ται α­πό τους λο­γι­σμούς ν' α­δι­α­φο­ρή­σει για το θέ­μα, άλ­λα α­μέ­σως να τους στα­μα­τή­σει. Για­τί αυ­τό εί­ναι μνη­σι­κα­κί­α.

Και εί­ναι α­νάγ­κη να προ­σέ­ξει με ά­γρυ­πνη φρον­τί­δα, να με­τα­νοήσει, ν’ α­γω­νι­στεί, ό­πως εί­πα, για να μην μεί­νει πο­λύ και­ρό μ' αυ­τούς τους λο­γι­σμούς και κιν­δυ­νεύ­σει. Για­τί με το να βά­λει με­τά­νοι­α, α­πλώς συμ­μορ­φώ­νε­ται σε μια πρα­κτι­κή εν­το­λή και προ­σω­ρι­νά αν­τι­με­τω­πί­ζει το θέ­μα της ορ­γής, άλ­λα δεν κά­νει κα­νέ­ναν α­γώ­να ε­ναν­τί­ον της μνη­σι­κα­κί­ας. Γι' αυ­τό και πα­ρα­μέ­νει Έ­χον­τας τη λύ­πη ε­ναν­τί­ον του α­δελ­φού του. Για­τί εί­ναι άλ­λο πράγ­μα η μνη­σι­κα­κί­α, άλ­λο η ορ­γή, άλ­λο ό θυ­μός και άλ­λο η τα­ρα­χή.

Και σας λέ­ω έ­να πα­ρά­δειγ­μα, για να κα­τα­λά­βε­τε. Αυ­τός που α­νά­βει φω­τιά, στην αρ­χή έ­χει λί­γη θρά­κα. Θρά­κα εί­ναι ό πι­κρός λό­γος του α­δελ­φού που τον λύ­πη­σε. Δες, η θρά­κα έ­χει λί­γη δύ­να­μη. Για­τί, τί εί­ναι μια λέ­ξού­λα του α­δελ­φού σου; "Αν την υ­πο­φέ­ρεις έ­σβη­σες τη θρά­κα. "Αν ό­μως αρ­χί­σεις να σκέ­πτε­σαι: «Για­τί μου το ' πε; Και ε­γώ μπο­ρώ να του α­παν­τή­σω. "Αν δεν ή­θε­λε να με στε­νο­χω­ρή­σει, δεν θα μου το '­λε­γε. Και, πι­στέψ­τε με, θα τον κα­νο­νί­σω ε­γώ»! Να, έ­τσι βά­ζεις μι­κρά ξυ­λα­ρά­κια η κά­ποι­ο άλ­λο προ­σά­ναμ­μα, ό­πως α­κρι­βώς κά­νει αυ­τός που θέ­λει ν' α­νά­ψει φωτιά, και γεμίζεις τον τόπο με κα­πνό, που εί­ναι η τα­ρα­χή. Τα­ρα­χή εί­ναι ό α­να­βρα­σμός εμ­πα­θών και ά­τα­κτων σκέ­ψε­ων, που ξε­ση­κώ­νουν την καρ­διά και την κά­νουν ε­πι­θε­τι­κή κα­τά του πλη­σί­ον. Αυ­τή δε η ε­πι­θε­τι­κή δι­ά­θε­ση κα­τά του άν­θρω­που που μας στε­νο­χώ­ρη­σε, πολ­λές φο­ρές παίρ­νει και χα­ρα­χτή­ρα α­πει­λη­τι­κό, για­τί γί­νε­ται και εκ­δι­κη­τι­κή, ό­πως α­κρι­βώς εί­πε και ό άβ­βάς Μάρ­κος: Η κα­κί­α που γί­νε­ται δέ­κτη με το λο­γι­σμό, κά­νει την καρ­διά θυ­μώ­δη και α­πει­λη­τι­κή," ε­νώ ό­ταν πο­λε­μη­θεί με την προ­σευ­χή και την ελ­πί­δα προ­κα­λεί με­τά­νοι­α και συν­τρι­βη.

Για­τί αν υ­πέ­φε­ρες τον α­σή­μαν­το λό­γο του α­δελ­φού σου, θα έ­σβη­νες, ό­πως εί­πα, και αυ­τή τη λί­γη θρά­κα, πριν ξε­ση­κω­θεί η τα­ρα­χή. "Ό­μως και αυ­τή, αν θέ­λεις, μπο­ρείς εύ­κο­λα να τη σβησεις, ό­σο εί­ναι και­ρός, με τη σι­ω­πή, με την προ­σευ­χή, με μια με­τά­νοι­α ο­λό­καρ­δη. "Αν ό­μως πα­ρα­μεί­νεις βγά­ζον­τας κα­πνό, μ' αυ­τό τον τρό­πο α­πο­θρα­σύ­νεις και ξε­ση­κώ­νεις την καρ­διά σου στρι­φο­γυ­ρί­ζον­τας στο νου σου: «Για­τί μου το ' πε; Μπο­ρώ να του α­παν­τή­σω και ε­γώ». Α­π' ό­λο αυ­τό το βρά­σι­μο και τη δι­α­μά­χη των λο­γι­σμών, με τους ό­ποί­ους η καρ­διά α­νά­βει και ξε­ση­κώ­νε­ται με εμ­πά­θεια, α­νά­βει το πά­θος του θυ­μού. Για­τί θυ­μός εί­ναι το ξά­ναμ­μα του αί­μα­τος, που βρί­σκε­ται γύ­ρω α­π' την καρ­διά, ό­πως λέ­ει ό Μ. Βα­σί­λει­ος. Να, έ­τσι α­νά­βει ό θυ­μός, έ­τσι βρι­σκό­μα­στε ό­ταν κα­τά­στα­ση που την λέ­με ό­ξυ­χο­λία. "Αν λοι­πόν θέ­λεις μπο­ρείς να τον σβή­σεις και αυ­τόν, πριν φέ­ρει την ορ­γή. "Αν ό­μως συ­νε­χί­σεις να τα­ρά­ζεις και να τα­ρά­ζε­σαι, μοι­άζεις σαν κι αυ­τόν που ρί­χνει ξύ­λα στη φω­τιά και με­γα­λώ­νει τη φλό­γα. Και '­έ­τσι γί­νον­ται τα α­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να, που εί­ναι η ορ­γή.

Και αυ­τό εί­ναι ε­κεί­νο που εί­πε ό άβ­βάς Ζω­σι­μάς, ό­ταν τον ρώ­τη­σαν τί ση­μαί­νει η φρά­ση: «Ό­που δεν υ­πάρ­χει θυ­μός, στα­μα­τά­ει η δι­α­μά­χη». Για­τί, αν ό­ταν αρ­χή της τα­ρα­χής, μό­λις αρ­χί­σει, ό­πως εί­πα­με, ναβγά­ζει κα­πνό καιναπε­τά­ει με­ρι­κές σπί­θες, προ­λά­βει κα­νείς καικα­τη­γο­ρή­σει τονε­αυ­τόν τουκαι βά­λει με­τά­νοι­α, πρινα­κό­μα ξε­ση­κω­θεί ητα­ρα­χή καιγί­νει θυ­μός, τό­τε μέ­νει ει­ρη­νι­κός. Πά­λι α­φού α­νά­ψει όθυ­μός, ανδενη­συ­χά­σει, άλ­λα α­φή­σει στηνψυ­χή τουτηντα­ρα­χή καιτηνέκ­δι­κη­τι­κό­τη­τα, μοιά­ζει, ό­πως εί­πα­με, μ' αυ­τόν πουρί­χνει ξύ­λα στηφω­τιά καιπα­ρα­μέ­νει ξα­ναμ­μέ­νος μέ­χρι ναφτιά­ξει με­γά­λα κάρ­βου­να. Ό­πως α­κρι­βώς λοι­πόν ηθρά­κα γί­νε­ται κάρ­βου­να, πουα­πο­θή­κεύ­ον­ται καιμέ­νουν πολ­λά χρό­νια χω­ρίς νακα­τα­στρέ­φον­ται,καιαντουςρί­ξει κα­νείς νε­ρό, δενσα­πί­ζουν, '­έ­τσι καιηορ­γή. "Αν μεί­νει πο­λύ και­ρό στηνψυ­χή γί­νε­ται μνη­σι­κα­κί­α. Καιτό­τε, αν δενχύ­σει κα­νείς τοαί­μα του, δενα­παλ­λάσ­σε­ται ά­π' αυ­τή. Να λοι­πόν, σαςεί­πα τηδι­α­φο­ρά, κα­τα­λά­βα­τε. Α­κού­σα­τε τίεί­ναι η πρώ­τη τα­ρα­χή, τίόθυ­μός, τίηορ­γή καιτίημνη­σι­κα­κί­α. Βλέ­πε­τε πώςα­πό μιακου­βέν­τα φτά­νου­με σετό­σο με­γά­λο κα­κό; Για­τί αν α­πό τηναρ­χή κα­τη­γο­ρού­σε τονε­αυ­τόν τουκαιυ­πέ­με­νε τολό­γο τουα­δελ­φού τουκαιδενκοί­τα­ζε ναπά­ρει εκ­δί­κη­ση και, αν­τί για '­έ­να λό­γο, ναπειδύ­ο ηπέν­τε λό­γους καιν' αν­τα­πο­δώ­σει κα­κό αν­τί κα­κού, θαγλύ­τω­νε α­π' ό­λα αυ­τά τακα­κά. Γι’ αυ­τό πάν­το­τε σαςλέ­ω: "Ό­σο α­κό­μα εί­ναι στηναρ­χή ταπά­θη, κόψ­τε τα, πριν δυ­να­μώ­σουν ε­ναν­τί­ον σαςκαισαςτα­λαι­πω­ρή­σουν. Για­τί εί­ναι άλ­λο πράγ­μα ναβγά­ζεις μι­κρό χορ­τα­ρά­κι καιάλ­λο ναξε­ρι­ζώ­νεις με­γά­λο δέν­τρο.

Δεν πα­ρα­ξε­νεύ­ο­μαι για τί­πο­τα άλ­λο, πα­ρά μό­νο για το ο­τι δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με τί ψάλ­λου­με. Κα­θη­με­ρι­νά ψάλ­λου­με και κα­τα­ρι­ό­μα­στε έ­τσι τους ε­αυ­τούς μας, χω­ρίς να το κα­τα­λα­βαί­νου­με. Δεν έ­χου­με υ­πο­χρέ­ω­ση να ξέ­ρου­με τί ψάλ­λου­με; Πάν­το­τε βέ­βαι­α λέ­με: «"Αν σ' αυ­τούς που μού αν­τα­πέ­δω­σαν αν­τί των ευ­ερ­γε­σι­ών θλί­ψεις, έ­κα­να και ε­γώ το ί­διο, τό­τε ας πέ­σω έ­ρη­μος και α­βο­ή­θη­τος στα χέ­ρια των ε­χθρών μου» (Ψαλ. 7, 5). Τί ση­μαί­νει ό­μως να πέ­σω;Ό­σο κα­νείς στέ­κε­ται όρ­θιος έ­χει τηδύ­να­μη ναα­μυν­θεί κα­τά τωνέ­χθρων του, κτυ­πά­ει, κτυ­πι­έ­ται, νι­κά­ει, νι­κι­έ­ται. Για­τί α­κό­μα εί­ναι όρ­θιος. "Ανό­μως πέ­σει, πώςμπο­ρεί νασυ­νε­χί­σει τηνπά­λη μετονε­χθρό, α­φού βρί­σκε­ται πε­σμέ­νος κα­τα­γής; Καικα­τα­ρι­ό­μα­στε τουςε­αυ­τούς μας, ό­χι μό­νο να πέ­σου­με σταχέ­ρια τωνέ­χθρων μας, άλ­λα ναπέ­σου­με καια­βο­η­θη­τοι. Τίση­μαί­νει ναπέ­σει κα­νείς α­βο­ή­θη­τος σταχέ­ρια των ε­χθρών του; Εί­πα­με ό­τι ναπέ­σει κα­νείς ση­μαί­νει ό­τι δενέ­χει πια τηδύ­να­μη ν' αν­τι­στα­θεί, ση­μαί­νει ό­τι βρί­σκε­ται πε­σμέ­νος κα­τα­γης. Τοδεέ­ρη­μος καια­βο­ή­θη­τος ση­μαί­νει, ναμην '­έ­χει πο­τέ τί­πο­τα κα­λό, πουνατουδώ­σει τηδύ­να­μη ναση­κω­θεί. Για­τί ε­κεί­νος πουση­κώ­νε­ται, μπο­ρεί πά­λι ναφρον­τί­σει τονε­αυ­τόν του καιό­ποι­α στιγ­μή χρεια­στεί, ναξα­να­πα­λαί­ψει μετονε­χθρό. 

Με­τά λέ­με: «"Ας κα­τα­δι­ώ­ξει τό­τε ό ε­χθρός την ψυ­χή μου και ας με συλ­λά­βει αιχ­μά­λω­το». "Ό­χι μό­νο να μας κα­τα­δι­ώ­ξει, άλ­λα και να μας συλ­λά­βει, ώ­στε να εί­μα­στε αιχ­μά­λω­τοι σ' αυ­τόν πάν­τα, να μας νι­κά­ει, και σε κα­θε­τί να μας κα­τα­βάλ­λει, αν αν­τα­πο­δί­δου­με το κα­κό σ' ό­σους μας εκ­δι­κούν­ται. Και δεν ευ­χό­μα­στε μό­νον αυ­τό, αλ­λά και να πο­δο­πα­τή­σει τη ζωή μας (Ψαλ. 7, 6). Τί είναι η ζωή μας; Η ζωή μας είναι οι αρετές. Και πα­ρα­κα­λού­με να πο­δο­πα­τη­θεί η ζω­ή μας στο χώ­μα, για να γί­νου­με εν­τε­λώς χω­μά­τι­νοι, έ­χον­τας στραμ­μέ­νο ό­λο το λο­γι­σμό­μας στη γη. «Και τη δό­ξα μας ας τη θά­ψει βα­θιά στο χώ­μα». Τι άλ­λο εί­ναι η δό­ξα μας, πα­ρά η γνώ­ση που γεν­νι­έ­ται στην ψυ­χή που τη­ρεί τις ά­γι­ες εν­το­λές; Αυ­τό λοι­πόν λέ­με. Δη­λα­δή να μας δο­ξά­σει, ό­πως λέ­ει ό Α­πό­στο­λος (Φιλ 3, 19) μέ­σα στην αι­σχύ­νη μας. Να πο­δο­πα­τή­σει στο χώ­μα τη ζω­ή μας και να κά­νει τη ζω­ή και τη δό­ξα μας γή­ι­να, ώ­στε τί­πο­τα να μην λο­γι­α­ζό­μα­στε, σύμ­φω­να με το θέ­λη­μα του Θε­ού. Αν­τί­θε­τα να σκε­πτό­μα­στε πάν­τα σω­μα­τι­κά, πάν­τα σαρ­κι­κά σαν αυ­τούς για τους ο­ποί­ους λέ­ει ό Θε­ός: «Δεν θα πα­ρα­μεί­νει για πο­λύ το πνεύ­μα μου σ' αυ­τούς τους αν­θρώ­πους ε­πει­δή φρο­νούν και ζουν σαρ­κι­κά» (Γεν. 6, 3).

Έ­τσι λοι­πόν ψέλ­νον­τας ό­λα αυ­τά, κα­τα­ρι­ό­μα­στε τους ε­αυτούς μας, αν α­πο­δί­δου­με κα­κό αν­τί για κα­κό. Και ό­μως ό­σα κα­κά αν­τί κα­κών α­πο­δί­δου­με και δεν μας εν­δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου, άλ­λα α­δι­α­φο­ρού­με. Συμ­βαί­νει δε πολ­λές φο­ρές ν' α­πο­δί­δει κα­νείς κα­κό αν­τί για κα­κό ό­χι μό­νο με πρά­ξη, άλ­λα και με λό­γο και με τη στά­ση του. Και πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ε­ξω­τε­ρι­κά ό­τι δεν αν­τα­πέ­δω­σε με πρά­ξη το κα­κό, άλ­λα βλέ­πει ό­τι το αν­τα­πέ­δω­σε με λό­γο η, ό­πως εί­πα, με τη συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Για­τί πολ­λές φο­ρές κά­νει κα­νείς έ­να μορ­φα­σμό η μια κί­νη­ση η ρί­χνει έ­να βλέμ­μα και τα­ράσ­σει τον α­δελ­φό του. Για­τί μπο­ρεί κα­νείς και μ' έ­να βλέμ­μα και με μια κί­νη­ση να πλη­γώ­σει τον α­δελ­φό του. Και εί­ναι και αυ­τό αν­τα­πό­δο­ση κα­κό αν­τί κά­κου. "Άλ­λος προ­σπα­θεί να μην αν­τα­πο­δώ­σει το κα­κό ού­τε με πρά­ξη, ού­τε με λό­γο, ού­τε με μορ­φασμό η με κί­νη­ση. Λυ­πά­ται ό­μως στην ψυ­χή του για τον α­δελ­φό του και στε­νο­χω­ρι­έ­ται μα­ζί του. Βλέ­πε­τε πό­ση δι­α­φο­ρά κα­ταστά­σε­ων! "Άλ­λος πά­λι δεν τρέ­φει κα­μιά λύ­πη για τον α­δελ­φό του. "Αν ό­μως α­κού­σει ό­τι κά­πο­τε κά­ποι­ος τον στε­νο­χώ­ρη­σε η γόγ­γυ­σε ε­ναν­τί­ον του η τον έ­βρι­σε, ευ­χα­ρι­στι­έ­ται που τ' α­κού­ει και βρί­σκε­ται και αυ­τός στην κα­τά­στα­ση ν' α­πο­δί­δει κα­κό αν­τί για κα­κό μέ­σα στην καρ­διά του. "Άλ­λος ού­τε κα­κί­α κρα­τά­ει, ού­τε χαί­ρε­ται ό­ταν α­κού­ει κα­κο­λο­γί­α γι' αυ­τόν που τον έ­θλι­ψε, άλ­λα στε­νο­χω­ρι­έ­ται βα­θιά ανε­κεί­νος λυ­πη­θεί. Δεναι­σθά­νε­ται ό­μως ευ­χά­ρι­στα αντουσυμ­βεί κά­τι κα­λό, άλ­λα αντονδεινα δο­ξά­ζε­ται ην' α­να­παύ­ε­ται, στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Καιείναικαιαυτό έναείδοςμνησικακίας, ελαφρότερο, όμωςπραγματικό. Πρέπει δεκαιναχαίρεταικανείςγιατακαλάτουαδελφούτουκαινα κάνειταπάνταγιανατονεξυπηρετήσεικαιμεκαθετίναφροντίζεινατοντιμάεικαινατοναναπαύει.

Στην αρχή του λόγου είπαμε ότι πολλές φορές συμβαίνει να βάλει κάποιος μετάνοια στον αδελφό του και μετά τη μετάνοια να παραμένει ακόμα λυπημένος μαζί του. Τότε λέμε ότι, βάζοντας μετάνοια, την μεν οργή θεράπευσε μ' αυτή τη μετάνοια, εναντίον όμως της μνησικακίας δεν αγωνίστηκε ακόμα. Υπάρχει δε και άλλος που αν συμβεί να στενοχωρηθεί με κάποιον και βάλουν μετάνοια και συγχωρεθούν ειρηνεύει απέναντι του και δεν βαστάει στην καρδιά του καμιά κακή αναμνηση γι' αυτόν. "Αν όμως συμβεί, μετά από μερικές ήμερες, να του πει κάτι που να τον στενοχωρήσει, αρχίζει να ξαναθυμάται και τα πρώτα και ν' αναστατώνεται, όχι μόνο για τα δεύτερα, άλλα και για τα πρώτα. Αυτός μοιάζει με άνθρωπο που έχει πληγή και βάζει έμπλαστρο. Και προσωρινά με το έμπλαστρο την επουλώνει. Είναι όμως ακόμα το μέρος ευαίσθητο και οποιαδήποτε στιγμή του ρίξει κανείς μια πέτρα, πληγώνεται πιο εύκολα άπ' όλο το άλλο σώμα και αρχίζει αμέσως να αιμορραγεί. Έτσι παθαίνει και αυτός. Είχε πληγή και της έβαλε επάνω έμπλαστρο, που είναι η μετάνοια. Και προσωρινά μεν θεράπευσε την πληγή, ακριβώς όπως και ό πρώτος, δηλαδή θεράπευσε την οργή, και άρχισε να φροντίζει και για τη μνησικακία προσπαθώντας να μην κρατήσει καμιά κακή ενθύμηση στην καρδιά του. Αυτό ακριβώς είναι η επούλωση του τραύματος. Δεν το εξαφάνισε όμως μέχρι τώρα εντελώς, άλλα ακόμα έχει το έλλειμμα της μνησικακίας, που είναι η ουλή απ' που εύκολα ξανανοίγει όλο το τραύμα, όταν δεχτεί μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν' αγωνιστεί, για να εξαφανίσει εντελώς την αυλή, ώστε και να ξαναβγάλει τρίχες το μέρος εκείνο και να μην μείνει καμιά ασχημία, ούτε να γίνεται καθόλου αντιληπτό ότι βρισκόταν σ' εκείνο το μέρος τραύμα.

Πώς όμως μπορεί να το κατορθώσει κανείς αυτό; Με το να προσεύχεται μ' δηλ του την καρδιά γι αυτόν που τον λύπησε και να λέει: «Θεέ μου, βοήθησε τον αδελφό μου και με τις ευχές του και μενα». Και βρίσκεται στη θέση να προσεύχεται για τον αδελφό του — πράγμα που αποτελεί απόδειξη της αγάπης και της συμπάθειας — και να ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια με τις ευχές του. Όπου δε υπάρχει συμπάθεια, αγάπη και ταπείνωση, πώς μπορεί να υπερισχύσει θυμός η μνησικακία η κάποιο άλλο πάθος; Καθώς είπε και ό άββάς Ζωσιμάς: «Και αν ακόμα ξεσηκώ­σει ό­λα τα σύ­νερ­γα της κα­κί­ας του ό δι­ά­βο­λος με ό­λα τα δαι­μό­νια του, ό­λες οι πο­νη­ρι­ές του α­χρη­στεύ­ον­ται και συν­τρίβον­ται α­πό την τα­πεί­νω­ση, που φέρ­νει η τή­ρη­ση της εν­το­λής του Χρί­στου». Λέ­ει δε κά­ποι­ος άλ­λος Γέ­ρον­τας: «Αυ­τός που προ­σεύ­χε­ται για τους ε­χθρούς του, δεν έ­χει μέ­σα του μνη­σι­κα­κί­α».

Κα­τα­νο­ή­στε κα­λά ό,τι α­κού­τε και κά­νε­τε τα πρά­ξη. Για­τί πραγ­μα­τι­κά, αν πρα­κτι­κά δεν τα ε­φαρ­μό­σε­τε, με­τά λό­για δεν μπο­ρεί­τε αυ­τά να τα μά­θε­τε. Ποι­ός άν­θρω­πος που θέ­λει να μά­θει μια τέ­χνη, τη μα­θαί­νει μό­νο με τα λό­για; Ο­πωσ­δή­πο­τε πρώ­τα φτιά­χνει και χα­λά­ει και ξα­να­φτιά­χνει και ξα­να­χα­λά­ει και έ­τσι, κο­πι­ά­ζον­τας λί­γο και υ­πο­μέ­νον­τας, μα­θαί­νει την τέ­χνη, με τη βο­ή­θεια του Θε­ού, που βλέ­πει την προ­αί­ρε­ση και τον κό­πο του και τον δυ­να­μώ­νει στο έρ­γο. Και ε­μείς θέ­λου­με να μά­θου­με την με­γα­λύ­τε­ρη ά­π' ό­λες τις τέ­χνες, χω­ρίς να κα­τα­πι­α­στού­με με '­έρ­γα; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν; "Ας προ­σέ­ξου­με τους ε­αυ­τούς μας, α­δελ­φοί μου, και ας δου­λέ­ψου­με με πολ­λή ε­πι­μέ­λεια, ό­σο έ­χου­με α­κό­μα και­ρό. Ό Θε­ός να δώ­σει να θυ­μό­μα­στε και να φυ­λά­με ε­κεί­να που α­κού­με, για να μην μας ε­πι­βα­ρύ­νουν την η­μέ­ρα της κρί­σε­ως.