Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς (19 Ιανουαρίου)

15 Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καί ὑπομονῆς καί ἔτσι προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό καί μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τίς ἀρετές του τίς θαύμασε καί αὐτός ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπί σέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί στό ἑξῆς θά εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».
Κάθε φορά πού ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικό ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπό ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τόν μιμεῖτο καί ἔκανε καί αὐτός τό ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τήν ἀπόφαση καί ἐπί ἑπτά χρόνια δέν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μέ λάχανα ὠμά καί ὄσπρια. Ἐπίσης καί τόν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νά περιορίσει στό ἐλάχιστο. Καί, γιά νά τό κατορθώσει αὐτό, δέν μπῆκε κάτω ἀπό στέγη ἐπί εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας καί ξεπαγιάζοντας ἀπό τό ψύχος τῆς νύχτας.
Μιά φορά ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπό τό δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νά ἐξουδετερώσει τόν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σέ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καί ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπί ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολύ μεγάλα, σάν σφῆκες, τά ὁποία μέ τά τσιμπήματά τους τόν καταπλήγωναν σέ ὅλο του τό σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπό τούς ἕξι μῆνες γύρισε στό κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπό τήν φωνή του, ἀφοῦ τό σῶμα του ἐξωτερικά εἶχε παραμορφωθεῖ καί ἔμοιαζε μέ τό σῶμα ἀνθρώπων πού πάσχουν ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.

Κάποια φορά ὁ Ὅσιος καθόταν στήν αὐλή καί ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σέ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τό νεογνό της, τό ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τόν Ἅγιο καί τό ἔριξε στά πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στά μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τό φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τό πῆρε ἡ ὕαινα καί ἔφυγε. Τήν ἄλλη μέρα πρωί – πρωί ὅμως, αὐτή γύρισε πάλι στόν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπό εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιά γιά στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στήν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπό ἀδικία ἐγώ δέν τά δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τό κεφάλι καί ἔφυγε ἀπό τήν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καί ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γάρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τάς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τούς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τά πέρατα, φωτί ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καί θεῖον βλάστημα.