Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (Ρῶσος) (10 Οκτωβρίου)

3εννήθηκε στίς 23 Νοεμβρίου τοῦ 1812 στό χωριό Μεγάλο Λιπόβιτς τῆς περιφέρειας τοῦ Ταμπώφ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καί ἡ μητέρα του Μάρθα Νικολάγεβνα. Εἶχαν συνολικά ὀκτώ παιδιά καί ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἕκτος στήν σειρά. Τό βαπτιστικό ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος καί ἡ εὐσεβής οἰκογένειά του τόν ἀνέθρεψε σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν καί ὁ ἴδιος, ἀπό μικρός, ἦταν πολύ ζωηρός ἀλλά καί πολύ εὐφυής.
Σπούδασε Ἱερατικό σεμινάριο καί στήν ἀρχή ἔγινε δάσκαλος. Κατόπιν ἔγινε μοναχός στήν Ὄπτινα καί στίς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1843 Διάκονος. Στά τέλη τοῦ 1845 (9 Δεκεμβρίου) καί σέ ἡλικία 33 χρονῶν, ἔγινε ἱερέας.

Σέ λίγο ὅμως ἡ ὑγεία του χειροτέρεψε, ἀλλά ἡ ζωή του ὑπῆρξε ὁσιακῆ καί ἄκρως εὐεργετική στούς συνανθρώπους του. Εἶχε προορατικό χάρισμα καί ἵδρυσε γυναικεῖο κοινόβιο τό 1872. Οἱ δοκιμασίες πού ὑπέστη ἦταν πολλές, ἀλλά αὐτός στάθηκε βράχος ὑπομονῆς καί ἔμπρακτος διδάσκαλος τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν.
Απεβίωσε στίς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1891 καί ἁγιοποιήθηκε τό 1990.