Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (12 Οκτωβρίου)

15 Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τό ἔτος 949 μ.Χ. στή Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί εὔπορους, τόν Βασίλειο καί τήν Θεοφανώ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλή θέση στόν αὐτοκρατορικό οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρίς τόν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δέν ἔδινε προσοχή καί δέν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά μάθηση.
Κατά τήν ἐποχή αὐτή ὁ Συμεών γνωρίστηκε μέ ἕναν μοναχό τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχός αὐτός ἔγινε ἀπό τήν ἀρχή ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατά τό ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεών προσῆλθε στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τόν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικόν καί διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεών παρομοιάζει τόν θεῖο του μέ τόν Φαραώ, τή διαμονή του στόν αὐτοκρατορικό οἶκο μέ τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν Αἴγυπτο καί τόν πνευματικό του πατέρα μέ τόν Μωϋσῆ.
Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέ τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καί Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρή ἐντύπωση τοῦ προξένησε τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, πού εἶχε τόν τίτλο «Περί Νόμου Πνευματικοῦ»:

 

«Ἐάν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τή συνείδησή σου,
κάνε ὅσα σοῦ λέει καί θά εὕρεις τήν ὠφέλεια».

 

Ὁ Ὅσιος Συμεών ἦταν σάν νά ἄκουσε τό λόγο αὐτό ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί ἄρχισε ἀμέσως νά κάνει ὅτι τόν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καί αὐτή, πού εἶναι κάτι θεϊκό, τόν παρακινοῦσε συνεχῶς στά ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τήν προσευχή καί τήν μελέτη του μέχρι τήν ὥρα πού ἄρχιζε νά λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδή μέχρι τά χαράματα. Σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε καί ἡ συνεχής νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καί πρίν φύγει ἀπό τόν κόσμο, ζοῦσε σχεδόν ἀσώματο βίο. Δέν τοῦ χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, γιά νά ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπό τά ὁρώμενα καί νά εἰσδύσει στά ἀόρατα θεία θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, πού προσευχόταν καί μέ καθαρό νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν Θεό, εἶδε ξαφνικά νά λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κατεβαίνει πρός αὐτόν. Φώτισε τά πάντα καί τά μετέβαλε σέ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθώς ἦταν καί ὁ ἴδιος τυλιγμένος ἀπό αὐτό τό φῶς, τοῦ φαινόταν σάν νά ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζί μέ τό δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στόν ἀέρα, νιώθοντας σάν νά μήν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπό τό μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μέ μεγάλη φωνή τό «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σέ αὐτό τό θεῖο φῶς, βλέπει στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπό τήν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στά δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεών ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σέ αὐτή τήν ἐκστατική κατάσταση γιά πολύ, χωρίς νά αἰσθάνεται, καθώς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐάν ἦταν μέσα στό σῶμα ἢ ἐκτός τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τό φῶς σιγά – σιγά ὑποχώρησε, ἦλθε στόν ἑαυτό του καί κατάλαβε πώς βρίσκεται μέσα στό δωμάτιο.
Μετά ἀπό αὐτή τή θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεών ἱκέτευε συνεχῶς τό Γέροντά του νά τόν κείρει μοναχό.

Ἀλλά ὁ πνευματικός του πατέρας τόν ἀναχαίτισε, ἐπειδή ἦταν νέος στήν ἡλικία καί ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στήν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μέ ἐπιμέλεια νά μελετᾶ. Βαθιά ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπό τά ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καί Διαδόχου Φωτικῆς, τά ὁποία ἔλαβε ἀπό τά χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.
Κατά τό ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεών ἐπισκέφθηκε τούς γονεῖς του καί τούς ἀνακοίνωσε τήν κλίση του γιά τόν μοναχικό βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά μεταβάλλουν τήν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεών ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τήν πατρική περιουσία πού τοῦ ἀνῆκε καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπό τόν ἡγούμενο Ἀντώνιο, πού βρισκόταν κοντά στή μονή τοῦ Στουδίου. Μετά ἀπό μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιά νά φωτίζει ὅλους τούς πιστούς μέ τό φῶς τῆς γνώσεως, πού φώτιζε τόν ἑαυτό του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) καί τήν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τήν κατεστραμμένη μονή, ἀλλά πρό πάντων τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονή παρομοιαζόταν μέ κατάλυμα κοσμικῶν καί νεκρῶν σωμάτων. Καί ἡ μέν μονή ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματική ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλές ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τήν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό σημεῖο, κατά τήν διάρκεια μία πρωϊνῆς κατηχήσεως, νά ἐπιτεθοῦν κατά τοῦ Γέροντός τους. Κατά τήν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τάς χεῖρας δεσμεύσας πρός ἑαυτόν καί εἰς οὐρανόν ἄρας αὐτοῦ τήν διάνοιαν, ἐπί χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καί φαιδρόν ἀτενίζων πρός τούς ἀλάστορας».
Αὐτό ἦταν ἀρκετό νά ἀφοπλίσει τελείως τούς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτή τήν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996 – 998 μ.Χ.) πρός τόν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιά νά δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπό αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπό τήν μανία καί τόν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καί διέταξε νά ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεών παρακάλεσε θερμῶς τόν Πατριάρχη νά τούς συγχωρέσει.
Ὁ Ὅσιος, παρά τά πολλά καθήκοντά του στή μονή, εὕρισκε καιρό νά γράφει «τῶν θείων ὕμνων τούς ἔρωτες», τούς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τούς «κατηχητικούς λόγους», τά «Πρακτικά, Γνωστικά καί Θεολογικά Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίον τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμή γι’ αὐτό ἦταν ἡ ἀγαθή φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδή ὁ σύγκελλος δέν μποροῦσε νά βρεῖ στόν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρός τό πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τόν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικά ἔπεισε τήν Σύνοδο νά διερευνήσει τό ζήτημα. Καί μετά τήν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτός τοῦ σύγκελλου, τό δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μέ μοναχούς πού ἐχθρεύονταν τόν Ὅσιο καί ἔκλεψε ἀπό τή μονή τήν εἰκόνα ἐπί τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζί μέ τόν Χριστό καί ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νά προσέλθει στή Σύνοδο, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Καί πάλι βρέθηκε ἀθῶος.
Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπί εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καί τό ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σέ ἡσυχαστήριο στό ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, πού ἐκαλεῖτο Παλουκητόν καί ἡσύχαζε στή μονή τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στήν ἡγουμενία τόν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1022.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Στουδίου, στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καί στή μονή τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρός Θεόν εἰλικρινής ἀγάπη καί ἡ μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοί πρός τή θέωση. Ἡ τριαδολογική βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικά στά χριστολογικά πλαίσια τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως, μέ σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀλλά καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις πρός τήν ὁλοκλήρωση καί πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διαστέλει «τόν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπό τόν κόσμο τοῦ σκότους καί τῆς πτώσεως καί δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοί ἀπό τώρα νά ἀρχίσουν νά γεύονται τή μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Ὅσιος Συμεών: «Τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾷ καρδία παντός ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καί τόν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περί τῆς μελλούσης δόξης». Ἐδώ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μέ τό ἱστορικό καί ἐσχατολογικό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικός σκοπός εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή», «μεσότης» καί «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ τελείωση καί ἡ θέωση ὁλοκληρώνεται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικά ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Βασιλεία καί ἡ Ἐδέμ. «Σύ βασιλεία οὐρανῶν, σύ γῆ, Χριστέ, πραέων, σύ χλόης παράδεισος, σύ ὁ νυμφών ὁ θεῖος».
Γιά τή θεολογική του κατάρτιση καί δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεών ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τίς πνευματικές ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στήν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπό τήν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καί θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καί θεωνόταν κατά χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στή γῆ καί ἔχοντας τά χέρια ὑψωμένα καί προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτός καί ὅλος λαμπρότητος».
Ἡ μνήμη του μετατίθεται ἐδῶ ἀπό τήν 12η Μαρτίου, διότι ἡ 12η Μαρτίου συμπίπτει μέ τίς ἡμέρες της Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τῇ ψυχῇ σου, φωστήρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τήν σκοτόμαιναν, καί πάντας πείθων ζητεῖν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτό ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ φωτί λαμπόμενος, τῷ τρισηλίῳ θεόφρον, θεολόγος γέγονας, τῆς Ὑπερθέου Τριάδος· ἄνωθεν, σοφίαν λόγων καταπλουτήσας, ἔβλυσας, θεοσοφίας ἔνθεα ῥεῖθρα, ἐξ ὧν πίνοντες βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ Συμεών Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἅπασαν τήν αἴσθησιν ὑπερβάς, ἐκ τῶν ὑπέρ φύσιν, θεαμάτων τάς δωρεάς, θεολόγῳ γλώσσῃ, ὦ Συμεών πορθμεύεις, καλλιγραφῶν τόν τρόπον, τόν τῆς θεώσεως.