Πρός
Τόν Ἱερό Κλήρο, τίς Μοναχικές Ἀδελφότητες
καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης.
Αγαπητά μου παιδιά,
ριστούγεννα καί πάλι στήν Ἐκκλησία, στο θεοδέγμον Σπήλαιό Της, ἀλλά καί στις καρδιές μας, στα βηθλεεμικά σπήλαια τῶν ὑπάρξεών μας. Ἑορτάζομε καί ξαναζούμε σήμερα, μετέχοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, στά εὐεργετικά αποτελέσματα τοῦ γεγονότος τῆς θείας Ενανθρωπήσεως, τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκί, τοῦ μεγαλύτερου γεγονότος ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἱστορικές ἀναφορές καί εὐαγγελικές περιγραφές τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, θεολογικὲς ἀναλύσεις τῶν φωτισμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀριστουργήματα τῆς ἱερᾶς ὑμνογραφίας, ὄμορφα καί πατροπαράδοτα ἔθιμα, ὅλα αὐτά συντελοῦν σε μια ἀτμόσφαιρα ὅπου συναντιοῦνται ἡ ἀλήθεια μέ τή χαρά, ἡ ἱστορία μέ τή θεολογία, ὁ οὐρανός μέ τή γῆ, τελικά ὁ θεὸς μέ τόν ἄνθρωπο. Προσπαθοῦμε στήν ἑορτή αυτή, οἱ χριστοφόροι πιστοί, νὰ ἐμβαθύνομε το «ξένον καί παράδοξον μυστήριον», καί νά γιορτάσομε τό δῶρο τῆς σωτηρίας καί λύτρωσής μας, ἀποτέλεσμα τῆς θείας συγκαταβάσεως, τῆς καταβάσεως τοῦ θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, τῆς ταπεινώσεως τοῦ θεοῦ, «ὅς ἑαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, και σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν» (Φιλιπ. β’, 7-8) καί τῆς ἀνθρώπινης ἀνυψώσεως στη δόξα τῆς θεώσεως, τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου στον θεό, κατά τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.
Αὐτό πού ἀρνήθηκε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, να πραγματοποιήσει δηλαδή τη ζωή ὡς κοινωνία ἀγάπης καί αὐθυπερβάσεως, διαστρέφοντάς την σέ ἐνστικτώδη ἐπιβίωση, σε αυτονομημένη φυσική αυθυπαρξία, σε πορεία και τρόπο θανάτου, ἔρχεται να θεραπεύσει ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Tου στον κόσμο. Γίνεται ἄνθρωπος γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάριν.