Λίγα Λόγια για την Προσευχή (Χαραλάμπους Νεοφύτου Πρεσβυτέρου)

 

 

α) Τί εἶναι ἡ προσευχή;

Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Νύσ­σης λέ­γει: Προ­σευ­χή δέ αἴ­τη­σις ἀ­γα­θῶν με­τά ἱ­κε­τη­ρί­ας προ­σα­γο­μέ­νης Θε­ῶ» Δη­λα­δή προ­σευ­χή εἶ­ναι τό νά ζη­τᾶς πνευ­μα­τι­κά ἀγαθά μέ ἱ­κε­σί­α ἀ­πό τό Θε­ό. «Προ­σευ­χή Θε­οῦ ὁ­μι­λί­α, δη­λα­δή συ­νο­μι­λί­α με­τά τοῦ Θε­οῦ. «Τῶν ἀ­ο­ρά­των θε­ω­ρί­α, τῶν Ἀγ­γέ­λων ὁ­μο­τι­μί­α»(λό­γος α΄εἰς τήν προ­σευ­χήν ).

Καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος· «Εὐ­χή οὐ­δέν ἕ­τε­ρον ἐ­στιν ἤ δι­ά­λε­ξις πρός τόν Θε­όν καί ὁ­μι­λί­α πρός τῶν ὅ­λων Δε­σπό­την» (ζ΄Κα­τήχ.)Δη­λα­δή προ­σευ­χή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά συ­νο­μι­λί­α μέ τό Θε­ό, ­ὅ­που εἶ­ναι Δε­σπό­της ὄλων.

Καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος:«Προ­σευ­χή ἐ­στιν αἴ­τη­σις ἀ­γα­θοῦ πα­ρά τῶν εὐ­σε­βῶν εἰς Θε­όν γε­νο­μέ­νη»

Μέ τή λέξη προ­σευ­χή καί προ­σεύ­χο­μαι, ἐν­νο­οῦ­με τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, τή συ­νο­μι­λί­α μέ τό Θε­ό καί Πα­τέ­ρα μας, ἐν­νο­οῦ­με τό δι­ά­λο­γο πού ἀρ­χί­ζει κά­θε πι­στός μέ τό Θε­ό του. ὁ ἄν­θρω­πος κα­τα­φεύ­γει στό Θε­ό του, ἐ­πει­δή νοι­ώ­θει τήν ἀ­νάγκη τῆς θεί­ας βο­ή­θει­ας καί ἐ­νί­σχυ­σής του στίς δύ­σκο­λες ἀλ­λά καί στίς χα­ρού­με­νες στι­γμές τῆς ζω­ῆς του. Δο­ξά­ζει, εὐ­χα­ρι­στεῖ καί πα­ρα­κα­λεῖ, προ­σεύ­χε­ται δη­λα­δή.

Προ­σευ­χή λοι­πόν εἶ­ναι ῃ συ­νο­μι­λί­α τοῦ πλά­σμα­τος (τοῦ ἀν­θρώ­που) μέ τόν Πλά­στη του.

Αὐ­τό τό ἔρ­γο τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι προ­νό­μιο μό­νον τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πό ὄ­λη τήν ὑ­λι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, καί θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­ναγ­και­ό­τα­το γιά τόν ἄν­θρω­πο πού συ­νή­θως βρί­σκε­ται σέ συ­νε­χή πό­λε­μο μέ τό δι­ά­βο­λο.


β) Η προσευχή εἶναι ἀναγκαῖο ἔργο γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἐ­πει­δή ἡ ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γη­μέ­νη κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ, ἔ­χει φυ­σι­κή σχέ­ση μέ τό Θε­ό, ὅ­πως τό παι­δί μέ τόν πα­τέ­ρα του. Γι­’ αὐ­τό θά πρέπει νά νοι­ώ­θει τήν ἀ­νά­γκη νά ὲ­πι­κοι­νω­νεῖ μέ τό Δη­μι­ουρ­γό της τόν φυ­σι­κό της πα­τέ­ρα. Μι­ά τέ­τοι­α συ­νά­ντη­ση ἐ­ξα­σφα­λί­ζει σι­γου­ρι­ά, ἀ­σφά­λει­α ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς νοι­ώ­θει τό μι­κρό παι­δί κο­ντά στούς φυ­σι­κούς του γο­νεῖς. Ἄν στε­ρη­θεῖ ἡ ψυ­χή τή συ­νά­ντη­ση αὐ­τή, δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ στό φυ­σι­κό της περιβάλλον καί δέ θά μπορέσει νά φτάσει στό αἰώνιό της προ­ο­ρι­σμό. Ἐ­νῶ ἄν ὑ­πάρ­ξει αὐ­τή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Κύ­ρι­ό της, δι­ά τῆς προ­σευ­χῆς, τρέ­φε­ται πνευ­μα­τι­κά καί ἀν­απτύσ­σε­ται φυ­σι­ο­λο­γι­κά καί εἰ­ρη­νεύ­ει.

Εἶ­ναι ἀ­να­γκαί­α ἡ προ­σευ­χή, γι­α­τί εἶ­ναι ὁ ὁ­δη­γός τοῦ ἀν­θρώ­που κο­ντά στό Θε­ό. Μέ τήν προ­σευ­χή συγ­κεν­τρώ­νε­ται κον­τά στό Θε­ό ἡ δι­ά­νοι­α τοῦ ἀν­θρώ­που πού ἔ­χει δι­α­σκορ­πι­στεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α καί κα­θα­ρί­ζε­ται. Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο τό ἔρ­γο τῆς προ­σευ­χῆς, για­τί κα­θη­με­ρι­νά ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀν­τι­μέ­τω­πος μ’ ἕ­να ἀ­κή­ρυ­κτο πό­λε­μο μέ τούς ἄ­σαρ­κους δαί­μο­νες πού τοῦ πα­ρεμ­βά­λουν στή ζω­ή του πει­ρα­σμούς, θλί­ψεις, δο­κι­μα­σί­ες καί στε­νο­χω­ρί­ες. Καί αὐ­τήν ἀ­κό­μα τήν προ­σευ­χή προ­σπα­θοῦν νά τήν ἐμ­πο­δί­σου­ν οἱ δαί­μο­νες.

Ἡ προ­σευ­χή σάν ἄλ­λη βα­κτη­ρί­α στη­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο καί παίρ­νει δυ­νά­μεις καί ὅ­πλα γι­ά νά ἀν­τα­πε­ξέλ­θει στίς ἐ­πι­θέ­σεις τῶν δαι­μό­νων. Κυ­ρί­ως φω­τί­ζε­ται μέ τή Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί δι­α­κρί­νει τίς με­θο­δί­ες καί τίς πα­γί­δες τῶν ἀ­ο­ρά­των ἔ­χθρῶν. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἡ προσευχή εἶναι «τῶν πι­στῶν ὀ­χύ­ρω­μα, ὅ­πλο ἀ­κα­τα­μά­χη­το, ὥ­στε νά ἔ­χει δα­μά­σει τή φω­τιά, νά νι­κή­σει τό θυ­μό τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, νά στα­μα­τή­σει πο­λέ­μους κα­ί νά δι­ώ­ξει δαί­μο­νες».

Ἡ προ­σευ­χή τι­μᾶ πο­λύ τόν ἄν­θρω­πο, τόν κάνει «Ἀγγέλων ὁμότιμο», γι­α­τί μι­μεῖ­ται τούς ἀγ­γέ­λους, οἱ ὁ­ποῖ­οι βρί­σκο­νται συ­νε­χῶς σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό Θε­ό. Ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι καί με­γά­λο στή­ρι­γμα στόν δο­κι­μα­ζό­με­νο ἄν­θρω­πο καί τόν προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πό­γνω­ση καί τήν ἀ­πελ­πι­σί­α.Ἡ προ­σευ­χή ἔ­χει ρί­ζα τήν πί­στη καί ἄν­θος τήν ἐλ­πί­δα, γι­’ αὐ­τό ἐ­λευ­θερώ­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό ἄγ­χος καί τήν ἀ­γω­νί­α πού μα­στί­ζει σή­με­ρα τόν κό­σμο. Μέ τήν προ­σευ­χή ξε­χω­ρί­ζει ὁ πι­στός ἀ­πό τόν ἄ­πι­στο. Γι­α­τί πῶς θά προ­σευ­χη­θεῖ κά­ποι­ος πού δέν πι­στεύ­ει;

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρο­στάν­δης, ἕ­νας εὐ­λα­βής ρῶσ­σος Κλη­ρι­κός, γρά­φει: «Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά προ­σευ­χό­μα­στε για­τί ἡ καρ­διά μας πε­θαί­νει πνευ­μα­τι­κά μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α καί μό­νον ἡ προ­σευ­χή πού συ­νο­δεύ­ε­ται μέ δά­κρυ­α τήν ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ καί τήν κά­νει νά ἀ­να­πνέ­ει πά­λιν. Ἄν δέν προ­σευ­χό­μα­στε κά­θε μέ­ρα θερ­μά, εὔ­κο­λα καί γρή­γο­ρα θά πε­θά­νου­με πνευ­μα­τι­κά».

Ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι ἀ­ναγ­και­ο­τά­τη κα­τά τόν και­ρό τῶν θλί­ψε­ων καί τῶν θλι­βε­ρῶν γε­γο­νό­των πού συμ­βαί­νουν συ­χνά στόν ἀν­θρώ­πι­νο βί­ο.Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ὀ­νο­μά­ζει τήν προ­σευ­χή «λι­μά­νι βα­σα­νι­ζο­μέ­νων» καί ὅ­ποι­ος μπο­ρεῖ νά προ­σευ­χη­θεῖ εἶ­ναι πλου­σι­ώ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ­λους» Ποῦ θά κα­τα­φύ­γει γιά πα­ρη­γο­ριά καί στή­ριγ­μα ὁ δο­κι­μα­ζό­με­νος ἄν­θρω­πος; Μή­πως στούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά αὐ­τοί πο­λύ λί­γα μπο­ροῦν νά προ­σφέ­ρουν, Μή­πως στά πλού­τη, καί αὐ­τά δέν μπο­ροῦν νά προ­σφέ­ρουν πα­ρη­γο­ριά. Ἑ­πο­μέ­νως μό­νο μέ τήν προ­σευ­χή μας πρός τόν « δυ­νά­με­νον σώ­ζειν» θά βροῦ­με αὐ­τό πού ζη­τοῦ­με σί­γου­ρα. Ἡ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ προ­φή­τη Δαυ­ΐδ μᾶς τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει:«Κα­τά τήν ὧ­ρα τῶν θλί­ψε­ών μου φώ­να­ξα πρός τόν Κύ­ριο καί μέ ἄ­κου­σε» ( Ψαλ.119, 1). Καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος προ­τρέ­πει : «Ὑ­πο­φέ­ρει κά­ποι­ος με­τα­ξύ σας ἄς προ­σεύ­χε­ται» (Ἰ­ακ. 5,13). ὅπως βεβαιώνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἄν πρίν ἀπό κάθε ἔργο μας ὑλικό ἤ πνευματικό προηγηθεῖ ἡ προσευχή, δέ θά βρεῖ μέρος ἡ ἁμαρτία νά μπεῖ στήν ψυχή, γιατί ὅταν ὑπάρχει στήν καρδιά μας ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, μένουν ἄπρακτοι οἱ δαίμονες.

Μέ­σα ἀ­πό τήν προ­σευ­χή του ὁ πι­στός ἀ­πο­κτά ἀ­γα­θά, ὅ­πως τό φω­τι­σμό τῆς ψυ­χῆς, τίς δι­ά­φο­ρες ἀ­ρε­τές, τά χά­ρι­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­κό­μα καί νά θαυ­μα­τουργεῖ, καί ἄλ­λα δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ, πού δέ μπο­ρεῖ νά τά βρεῖ που­θε­νά ἀλ­λοῦ. Καί ἕ­να ἄλ­λο σο­βα­ρό εὐ­ερ­γέ­τη­μα, εἶ­ναι ὅ­τι μέ τήν προ­σευ­χή δί­νου­με στόν α­ει­κί­νη­το νοῦ μας σω­στή ἀ­πα­σχό­λη­ση γιά νά μήν πα­ρα­σύ­ρε­ται ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α.

Μέ τήν προ­σευ­χή, τρέ­φε­ται καί αὐ­ξά­νει ἡ ψυ­χή, ὅ­πως τό σῶ­μα μέ τό φα­γη­τό.

Ἑ­πο­μέ­νως δέ μπο­ροῦ­με νά στε­ρή­σου­με τή προ­σευ­χή ἀ­πό τήν ψυ­χή, ὅ­πως δέ μπο­ροῦ­με νά στερήσουμε τήν τροφή ἀπό τό σῶμα.

Ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε λοι­πόν ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή δέν εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλό ἔρ­γο τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς μας ζω­ῆς, ἀλ­λά ἕ­να ἔρ­γο ἀ­ναγ­και­ό­τα­το γιά τή σω­στή ζω­ή καί συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ ὅ­λου ἀν­θρώ­που.


γ) Ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς προ­σευ­χῆς, προ­κα­λεῖ πνευ­μα­τι­κό θά­να­το καί εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α γιά τόν χρι­στια­νό.

Ἡ στέ­ρη­ση τοῦ φα­γη­τοῦ ἀ­πό τό σῶ­μα καί ἡ στέ­ρη­ση τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­πό τήν ψυ­χή ἔ­χουν τά ἴ­δια ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, τό θά­να­το· στό μέν σῶ­μα τό φυ­σι­κό θά­να­τό στή δέ ψυ­χή τόν πνευ­μα­τι­κό.Μή­πως δέν εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς προ­σευ­χῆς πού ἔ­κα­με σή­με­ρα τόν ἄν­θρω­πο, ἀ­το­μι­κι­στή, ἐ­γω­ϊ­στή, σκλη­ρό καί ἄ­πο­νο, σαρ­κο­λά­τρη καί φι­λή­δο­νο καί τήν κοι­νω­νί­α μας ζούγ­κλα καί κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἀν­θρώ­πι­νη; Ὁ Γρη­γό­ριος ἐ­πί­σκο­πος Νύσ­σης, γρά­φει:«Αὐ­τός πού δέν ἑ­νώ­νει τόν ἑ­αυ­τό του μέ τό Θε­ό διά τῆς προ­σευ­χῆς χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό Θε­ό» καί κα­τά συ­νέ­πεια ἑ­νώ­νε­ται μέ τό δι­ά­βο­λο.

Ἄν­θρω­πος πού δέν προ­σεύ­χε­ται δέν ἔ­χει τί­πο­τε, για­τί δέ ζη­τᾶ καί ἑ­πο­μέ­νως δέ λαμ­βά­νει, ἀλ­λά καί ἀ­φοῦ δέν πλη­σιά­ζει τό Θε­ό, τόν αἰχ­μα­λω­τί­ζει ὁ δι­ά­βο­λος καί τόν πα­ρα­σύ­ρει στήν κα­κί­α του. Τόν κά­νει ἐ­γω­ϊ­στή, φί­λαυ­το, ὑ­περή­φα­νο, νο­μί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του αὐ­τάρ­κη, ἐ­νῶ εἶ­ναι πάμ­πτω­χος· νο­μί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του δυ­να­τό, ἐ­νῶ εἶ­ναι χῶ­μα καί στά­χτη. Δέ στη­ρί­ζε­ται στό Θε­ό ἀλ­λά στόν ἑ­αυ­τό του καί σέ τε­λευ­ταί­α ἄ­νά­λυ­ση ἀ­πο­τυγ­χά­νει, για­τί τό στή­ριγ­μά του ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά σα­που­νό­φου­σκα.Σί­γου­ρα ὁ ἄν­θρω­πος πού δέν ἑ­νώ­νε­ται μέ­τό Θε­ό διά τῆς προ­σευ­χῆς χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τοῦ Θε­οῦ καί ὁ ἄν­θρω­πος μα­κριά ἀ­πό τό Θε­ό γί­νε­ται «ζω­ώ­δης ἤ δαι­μο­νι­ώ­δης»

Γιά νά ἀ­πο­φύ­γουν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ, τόν πιό πά­νω κίν­δυ­νο πάν­το­τε προ­σεύ­χον­ταν καί θε­ω­ροῦ­σαν ἁ­μαρ­τί­αν νά πα­ρα­λεί­ψουν τήν προ­σευ­χή. Γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ προ­φή­της Σα­μου­ήλ, ἔ­λε­γε: « ἐ­μοί δέ μή γέ­νοι­το ἁ­μαρ­τεῖν τοῦ δι­α­λει­πεῖν με προ­σευ­χό­με­νον» (Α΄Βασ. 11, 13). Δη­λα­δή εἴ­θε νά μή μοῦ συμ­βεῖ νά πα­ρα­λεί­ψω τήν προ­σευ­χή μου καί νά ἁ­μαρ­τή­σω. Ἄν αὐ­τά ἔ­λε­γαν οἱ ἅ­γιοι ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ, τί θά ποῦ­με ἔ­μεῖς σή­με­ρα πού ἡ ἁ­μαρ­τί­α δι­α­φη­μί­ζε­ται καί κυ­κλο­φο­ρεῖ μέ τά πιό σύγ­χρο­να μέ­σα, τή συ­ναν­τοῦ­με σέ κά­θε μας βῆ­μα, σέ κά­θε μας κί­νη­ση καί εἶ­ναι τό­σο προ­κλη­τι­κή καί ἀ­πει­λη­τι­κή νά μᾶς πα­ρα­σύ­ρει μέ τό μέ­ρος της; Ἄν δέν κα­τα­φεύ­γου­με μέ τήν προ­σευ­χή μας στό Θε­ό, γιά νά μᾶς στη­ρί­ξει, νά μᾶς δώ­σει δυ­νά­μεις νά νι­κή­σου­με τήν ἁ­μαρ­τί­α καί νά γλυ­τώ­σου­με τόν πνευ­μα­τι­κό θά­να­το, πού ἀλ­λοῦ καί μέ ποι­ό τρό­πο θά ἀ­πο­φύ­γου­με αὐ­τή τήν αἰ­ώ­νια κα­τα­στρο­φή; Μιά εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­ση· Μό­νο μέ τήν προ­σευ­χή θά βο­η­θη­θοῦ­με καί θά νι­κή­σου­με.

Ἄς προ­σευ­χό­μα­στε λοι­πόν ὅ­σο πιό συ­χνά μπο­ροῦ­με γιά νά ἔ­χου­με τήν ἀ­σφά­λεια πού ἐπιθυμοῦμε.

η προσευχη στην αγια γραφη.

Ἡ προ­σευ­χή φαί­νε­ται νά εἶ­ναι βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη στίς ψυ­χές τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τήν ἀρ­χή, με­τά τήν ἔ­ξω­ση τῶν πρω­το­πλά­στων ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, για­τί ἔ­γι­νε ἀ­νάγ­κη τῆς ἀ­δύ­να­μης καί τα­λαί­πω­ρης φύ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νοί­γον­τας τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό τό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, θά συ­ναν­τή­σουμε τήν προ­σευ­χή σύν­τρο­φο τῆς ζω­ῆς τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὁ Ἀ­βρα­άμ καί ὅ­λοι οἱ Πα­τριά­ρχες, ὁ Μω­ϋ­σῆς, Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ῆ, στη­ρί­ζον­ταν στήν προ­σευ­χή. Εἶ­ναι γνω­στό τό γε­γο­νός ἐ­κεῖ­νο πού μέ τήν προ­σευ­χή του ὁ Μω­ϋ­σῆς στα­μά­τη­σε τόν ἥ­λιο καί δέν προ­χω­ροῦ­σε ἡ ἡ­μέ­ρα μέ­χρι πού νί­κη­σαν τούς ἐ­χθρούς τους.Θά ἀ­να­φέρου­με μό­νο με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τά πολ­λά, γιά νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης πό­ση σημ­μα­σί­α ἔ­δι­ναν στή δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ. Κά­ποι­ος πού με­λε­τᾶ τή Γρα­φή, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή ἦ­ταν τό πλέ­ον πρό­σφο­ρο ὅ­πλο στά χέ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν, τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ. Ἡ προ­σευ­χή ἦ­ταν κα­τα­φύ­γιο σω­τη­ρί­ας σέ στι­μές θλί­ψε­ων, ἀλ­λά καί σέ στιγ­μές χα­ρᾶς καί εὐ­φρο­σύ­νης αἰ­τί­α δο­ξο­λο­γί­ας. Κα­μιά τε­λε­τή, κα­νέ­να ἔρ­γο δέ γι­νό­ταν ἄν δέν προ­πο­ρευ­ό­ταν κά­ποι­α προ­σευ­χή.

Αὐ­τό βέ­βαι­α τό υἱ­ο­θέ­τη­σε καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας καί ὅ­πως βλέ­που­με στό εὐ­χο­λό­γιο ὑ­πάρ­χουν εὐ­χές – προ­σευ­χές γιά κά­θε πε­ρί­στα­ση. Κι’ ὅ­μως οἰ ση­με­ρι­νοί χρι­στια­νοί, ἄλ­λοι τίς ἀ­γνο­οῦν καί ἄλ­λοι δέν τούς δί­νουν ση­μα­σί­α, ἀ­φή­νον­τας κα­τά μέ­ρος τίς προ­σευ­χές σάν κά­τι τό ἀ­χρεί­α­στο.

Ἄς δοῦ­με λοι­πόν ἔ­στω καί ἐ­λά­χι­στα πα­ρα­δείγ­μα­τα πρῶ­τα ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη.Μέ τήν­ προ­σευ­χή ὁ Ἰ­σα­άκ ἔ­λυ­σε τήν στεί­ρω­ση τῆς γυ­ναί­κας του Ρεβ­βέκ­κας.( Γέ­νε­ση.25, 21)

Μέ τήν προ­σευ­χή του ὁ Μω­ϋ­σῆς πό­σες φο­ρές δέν ἔ­σω­σε τό λα­ό του ἀ­πό τό­σους κιν­δύ­νους; Μέ­χρι καί τόν ἥ­λιο στα­μά­τη­σε καί πα­ρα­τά­θη­κε ἡ ἡ­μέ­ρα γιά νά νι­κη­θοῦν οἱ ἐ­χθροί τοῦ λα­οῦ του.( Ἰ­η­σοῦς Ναυ­ῆ, 10. 12,13).

Ὁ βα­σι­λιάς Ἐ­ζε­κί­ας πέ­φτει ἄρ­ρω­στος «ἕ­ως θα­νά­του» καί τόν πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ πρ. Ἠ­σα­ΐ­ας ὅ­τι θά ἀ­πο­θά­νει. Ἀ­μέ­σως ἀρ­χί­ζει προ­σευ­χή με­τά δα­κρύ­ων καί ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­κού­ει καί τοῦ ἀ­παν­τᾶ: « Ἤ­κου­σα τῆς προ­σευ­χῆς σου, εἶ­δον τά δά­κρυ­ά σου.­.. ἰ­δού ἱ­ά­σο­μαί σε.­.. καί προ­σθή­σω ἐ­πί τάς ἡ­μέ­ρας σου 15 ἔ­τη»­.(Δ΄ Βασ. 20. 1-6)

Ἡ Πα­να­γί­α μας δέν εἶ­ναι καρ­πός προ­σευ­χῆς τῶν ἀ­τέ­κνων γο­νέ­ων της τοῦ Ἰ­ω­α­κείμ καί τῆς Ἄν­νας;

Ἡ βα­σί­λισ­σα Ἐ­σθήρ μέ τήν προ­σευ­χή της ἔ­σω­σε τόν Ἰ­ου­δα­ϊ­κό λα­ό ἀ­πό τή σφα­γή. (Ἐ­σθήρ, 5. 1).Ὁ προ­φή­της Δα­νι­ήλ μέ τήν προ­σευ­χή του γνώ­ρι­σε μέ ἀ­πο­κά­λυ­ψη Θε­οῦ τόν χρό­νο ἐρ­χο­μοῦ τοῦ Μεσ­σί­α καί τό τέ­λος τοῦ κό­σμου. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ὁ­μώ­νυ­μο βι­βλίο.

Ὁ Βα­σι­λιάς Δαυ­ΐδ ἔ­γι­νε συ­νώ­νυ­μος μέ τήν προ­σευ­χή. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τό «Ψαλ­τή­ρι τοῦ Δαυ­ΐδ».

Δέ θά μᾶς φτά­σει ὁ χρό­νος ἀ­πό τοῦ νά δι­η­γοῦ­με πα­ρα­δείγ­μα­τα προ­σευ­χῆς ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη.

Ἄς πᾶ­με τώ­ρα καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, τή δι­κή μας ἐ­πο­χή, γιά νά δοῦ­με καί ἐ­δῶ ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι τό Α καί τό Ω τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Εἶ­ναι τό θε­μέ­λιο πού στη­ρί­ζει τό πνευ­μα­τι­κό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Να­ζω­ραί­ου. Εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου καί σω­τη­ρί­ας.

Στήν ἐ­πο­χή τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ προ­σευ­χή λαμ­βά­νει ἄλ­λη δι­ά­στα­ση. Ἐ­νῶ στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ­ἡ προ­σευ­χή πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν μό­νο στού οἰ­κεί­ους καί ὁ­μο­ε­θνεῖς, τώ­ρα δι­ευ­ρύ­νε­ται καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τούς ἐ­χθρούς ἀ­κό­μα « προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πέρ τῶν ἐ­πη­ρει­α­ζόν­των ὑ­μᾶς». Τή δι­ά­στα­ση αὐ­τή ἔ­δω­σε ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς μέ τό λό­γο του καί τό πα­ρά­δειγ­μά του. Μέ τήν προ­τρο­πή «αἰ­τεῖ­τε, ζη­τεῖ­τε καί κρού­ε­τε,» (Λουκ. 11. 9) τήν προ­σευ­χή ἐν­νο­οῦ­σε. Ὁ Ἴ­διος μᾶς πα­ρέ­δω­σε καί ἕ­να δεῖγ­μα προ­σευ­χῆς τό γνω­στό « Πά­τερ ἡ­μῶν.­.­.» πού τό γνω­ρί­ζουν καί τά μι­κρά παι­διά. Στούς μα­θη­τές Του ἔ­λε­γε νά ἀ­γρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χον­ται ( Μάρκ.13. 23).

Δέν ἀρ­κέ­σθη­κε ὁ Κύ­ριος μό­νο στό νά συμ­βου­λεύ­ει γιά προ­σευ­χή, ἀλ­λά πρῶ­τος Αὐ­τός προ­σευ­χό­ταν « ἦν δι­α­νυ­χτε­ρεύ­ων ἐν τῇ προ­σευ­χῇ τοῦ Θε­οῦ» (Λουκ. 6. 12). Εἶ­ναι δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ « Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή Του» πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἐὐ­α­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Καί πρέ­πει νά ἐ­πι­με­νου­με λέ­γει στήν ­προ­σευ­χή μας καί γιά τοῦ­το εἶ­πε καί τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ «ἄ­δι­κου κρι­τή καί τῆς ἀ­δι­κου­μέ­νης χή­ρας»(Λουκ. 18.21)Γιά νά μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει ἀ­κό­μα μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι «ὅ­σα ζη­τή­σου­με στήν προ­σευ­χή μας καί πι­στεύ­ου­με πώς θά τά λά­βου­με, θά τά λά­βου­με σί­γου­ρα» (Ματθ. 21. 22) Με­τά τήν Ἀ­νά­λη­ψη Του στούς οὐ­ρα­νούς, ἡ προ­σευ­χή ἔ­γι­νε ἀ­χώ­ρι­στος σύν­τρο­φος τῶν μα­θη­τῶν Του, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Λου­κᾶς, «ἦ­σαν προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες τῇ προ­σευ­χῇ καί τῇ δε­ή­σει» (Πράξ.1. 14)

Ὁ Παῦ­λος μέ τή σει­ρά του ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος συμ­βου­λεύ­ει τούς χρι­στια­νούς τῆς Ρώ­μης: «νά προ­σκαρ­τε­ροῦν στίς προ­σευ­χές» ( Ρωμ. 12,12.) Καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος τό ἴ­διο κά­νει (Α΄Πέ­τρου 4.7).

Ὅ­λα ὅ­σα δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τά πα­ρά­λα­βε καί τά ἐ­φαρ­μό­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας μέ τίς δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες καί Λει­τουρ­γεῖ­ες τις.

Με­γά­λη εἶ­ναι καί ἡ συμ­βο­λή ἐ­κεί­νων τῶν πα­λαι­ῶν Ἀ­σκη­τῶν τῆς ἐ­ρή­μου στή δι­ά­δο­ση καί χρή­ση τῆς προ­σευ­χῆς, στόν πι­στό λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί οἱ λό­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τίς προ­σευ­χές πού συ­νέ­τα­ξαν βο­ή­θη­σαν τά μέ­γι­στα στό νά γί­νει ἀ­νάγ­κη ἡ προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί σ’ ὅ,τι τήν ἀ­φο­ρᾶ.

Τό συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­π’ ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρα­με πρέ­πει κά­θε χρι­στια­νός ἄν θέ­λει νά­ προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά στή ζω­ή του καί νά ἔ­χει τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, θά πρέ­πει νά μά­θει νά προ­σεύ­χε­ται σω­στά καί συ­χνά, πρᾶγ­μα πού θά μᾶς τό δι­δά­ξουν στή συ­νέ­χεια οἱ σο­φοί μας Πα­τέ­ρες.

που, ποτε, πως;

 

Ὅ­πως εἴ­δα­με εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ἡ προ­σευ­χή καί πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε, ἀλ­λά προ­βάλ­λουν καί με­ρι­κά ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά τά ὅ­ποῖ­α θέ­λουν ὑ­πεύ­θυ­νη ἀ­πάν­τι­ση. Τά ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά αὐ­τά εἶ­ναι τά πιό κά­τω:


α) Ποῦ, σέ ποι­ό μέ­ρος θά πρέ­πει νά προ­σεύ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος;

Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό, ἀ­παν­τᾶ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, λέ­γον­τας: « Σέ κά­θε τό­πο, σέ κά­θε χω­ρί­ο καί μέ­σα στό σπί­τι καί στήν ἀ­γο­ρά,καί στήν ἐ­ρη­μιά,ὅ­που βρι­σκό­μα­στε μπο­ροῦ­με νά προ­σευ­χη­θοῦ­με για­τί τί­πο­τε δέν ἐμ­πο­δί­ζει τήν προ­σευ­χή. Ἀλ­λά καί κά­θε και­ρός εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γιά τήν προ­σευ­χή. Ἄ­κου­σε καί τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο πού λέ­γει «σέ κά­θε τό­πο ση­κώ­νον­τας τά ἅ­για χέ­ρια σας χω­ρίς ὀρ­γή καί ἀμ­φι­βο­λί­ες» ( Α΄Τιμ.2.20).

Ἄν ἔ­χεις κα­θα­ρή τή συ­νεί­δη­σή σου ἀ­πό τά ἄ­γρια πά­θη, εἴ­τε βρί­σκε­σαι στήν ἀ­γο­ρά, εἴ­τε στό σπί­τι, εἴ­τε στό δρό­μο, εἴ­τε στή θά­λασ­σα, εἴ­τε στό ξε­νο­δο­χεῖ­ο, εἴ­τε βρί­σκε­σαι στό ἐρ­γο­στά­σιο καί ὅ­που δή­πο­τε κι’ ἄν εἶ­σαι, θά μπο­ρέ­σεις νά ἐ­πι­κα­λε­σθεῖς τή δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ». Ὁ τό­πος δέν ἐμ­πο­δί­ζει τήν προ­σευ­χή, φτά­νει νά τό θέ­λει ὁ ἄν­θρω­πος. Ὁ κά­θε τό­πος προ­σφέ­ρε­ται γιά προ­σευ­χή φτά­νει μό­νο ἡ ψυ­χή νά νοι­ώ­σει τήν προ­σευ­χή σάν ἀ­νάγ­κη. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως ὁ ἰ­δα­νι­κός τό­πος γιά προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ ἡ­συ­χί­α καί ἡ γα­λή­νη τῆς νύ­χτα, ὅ­πως προ­τι­μοῦ­σε καί ὁ Κύ­ριος πού ἀ­πο­σύ­ρό­ταν σέ ἔ­ρη­μο τό­πο τά βρά­δυ­α γιά τήν προ­σευ­χή Του. Ἴ­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο καρ­πο­φό­ρα νά εἶ­ναι ἡ ὁ­μα­δι­κή προ­σευ­χή κα­τά τή διά­ρκεια τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, ὅ­πως θά δοῦ­με ἀλ­λοῦ.


β) Πό­τε π­ρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε;

Εἶ­ναι καί αὐ­τό ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πού φα­νε­ρώ­νει τήν ἄ­γνοι­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καί πρέ­πει νά δώ­σου­με σα­φή ἀ­πάν­τη­ση. Γε­νι­κή ἀ­πάν­τη­ση δέ μπο­ρεῖ νά δο­θεῖ, για­τί οἱ κα­τη­γο­ρί­ες προ­σευ­χο­μέ­νων εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρες τῆς μιᾶς. Ἔ­τσι μιά κα­τη­γο­ρί­α χρι­στια­νῶν ἔ­χουν τήν προ­σευ­χή σάν τρο­φή τῆς ψυ­χῆς τους καί γι’ αὐ­τούς δέν χρει­ά­ζε­ται κα­μιά ἀ­πάν­τη­ση, για­τί προ­σεύ­χον­ται συ­χνά καί σχε­δόν ἀ­δι­ά­λει­πτα.

Αὐ­τοί πού χρει­ά­ζον­ται ἀ­πάν­τη­ση καί ὁ­δη­γί­ες εἶ­ναι οἱ χρι­στια­νοί πού τούς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ μέ­ρι­μνες τοῦ πρό­σκαι­ρου τού­του βί­ου, ἀλ­λά ἡ ψυ­χή τους, ἀ­να­ζη­τᾶ τήν συ­νάν­τη­ση μέ τό Θε­ό της· καί ἡ συ­νεί­δη­ση τους τούς ἐ­λέγ­χει γιά τήν ἔλ­λει­ψη τῆς προ­σευ­χῆς καί γι’ αὐ­τό ἐ­ρω­τοῦν. Μιά πρώ­τη ἀ­πάν­τη­ση μπο­ροῦ­με νά δώ­σου­με τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ προ­φή­τη και βα­σι­λιά Δαυ­ΐδ< ὁ Ο­ποῖ­ος λέ­γει ὅ­τι προ­σευ­χό­ταν « Ἑ­σπέ­ρας καί πρωΐ καί με­σημ­βρί­ας» δη­λα­δή νύ­χτα, πρωΐ καί βρά­δυ τό ἐ­λά­χι­στο πρέ­πει νά προ­σεύ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος. Ἀ­κο­μα ὁ ἴ­διος προ­σθέ­τει :« Καί με­σο­νύ­κτιον ἐ­ξε­γει­ρό­μην ἐ­ξο­μο­λο­γή­σα­σθαι ἐ­πί τά κρί­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου»(ψαλμ. 118. 62). Ἐ­κτός τῆς ἑ­πέ­ρι­νῆς, τῆς πρω­ϊ­νῆς προ­σευ­χῆς καί τά με­σά­νυ­κτα δι­έ­κο­πτε τόν ὕ­πνο του γιά νά δο­ξο­λο­γή­σει τό Θε­ό. Ὁ δέ Μ. Βα­σί­λει­ος, λέ­γει: « Και­ρός προ­σευ­χῆς ἔ­στω ἅ­πας ὁ βί­ος ἡ­μῶν» Δη­λα­δή και­ρός προ­σευ­χῆς ἄς εἶ­ναι ὅ­λος ὁ βί­ος μας.

Ἀ­πό τά πιό πά­νω ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­θο­ρι­σμέ­νος χρό­νος γιά προ­σευ­χή, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη τῆς ψυ­χῆς καί αὐ­τή ἡ ἀ­νάγ­κη πρέ­πει νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται συ­χνά για­τί κρα­τεῖ τήν ψυ­χή ζων­τα­νή, ἑ­νω­μέ­νη μέ τόν Πλά­στη της καί ἀκ­μαί­α. Χρει­ά­ζε­ται ἔ­τσι, σέ κά­θε στιγ­μή νά ὑ­ψώ­νου­με τό νοῦ μας στόν οὐ­ρα­νό ὅ­που δή­πο­τε βρι­σκό­μα­στε καί νά λέ­με ἕ­να «δό­ξα σοι Κύ­ρι­ε»· εὐ­και­ρί­ες μᾶς δί­νον­ται πολ­λές σέ κά­θε στιγ­μή. Ὅ­που κι’ ἄν στρέ­ψεις τή μα­τιά σου βλέ­πεις τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ. «Οἱ οὐ­ρα­νοί δι­η­γοῦν­ται δό­ξαν Θε­οῦ, ποί­η­σιν δέ χει­ρῶν αὐ­τοῦ τό στε­ρέ­ω­μα αὐ­τοῦ».

Ἡ συ­νε­χής μνή­μη τοῦ Θε­οῦ στό νοῦ μας ἁ­γιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο καί τόν θω­ρα­κί­ζει στίς προ­σβο­λές τοῦ πο­νη­ροῦ.

Πα­ρ’ ὅ­λα τά πιό πά­νω, με­ρι­κοί πού ἀ­σχο­λοῦν­ται πο­λύ μέ τά πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου τού­του καί χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό χρό­νο τους σχε­δόν ὅ­λον σ’ αὐ­τά, ἴ­σως νά μήν ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν. Θά συμ­βου­λεύ­α­με αὐ­τούς νά προ­σπα­θή­σουν νά κα­τα­νέ­μουν σω­στά τό χρό­νο τους καί σί­γου­ρα θά βρί­σκουν καί χρό­νο γιά τήν προ­σευ­χή τους φτά­νει νά τό ἀ­πο­φα­σί­σουν. Ὅ­ταν κά­ποι­ος πού ἀ­γα­πᾶ τήν προ­σευ­χή, ση­κω­θεῖ ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι του 10 λε­πτά ἑ­νω­ρί­τε­ρα, σί­γου­ρα αὐ­τός ὁ χρό­νος ἀρ­κεῖ νά δι­α­βά­σει τίς «Ἑ­ω­θι­νές προ­σευ­χές» τῆς ‘Ἐκ­κλη­σί­ας, τίς ὁ­ποῖ­ες μπο­ρεῖ νά βρεῖ στά προ­σευ­χη­τά­ρια. Τό με­ση­μέ­ρι. Νά μήν πα­ρα­λεί­πει τίς προ­σευ­χές πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό, καί τό βρά­δυ ὅ­ταν προ­γραμ­μα­τί­σει τίς ἀ­σχο­λί­ες του, σί­γου­ρα θά βρεῖ ἕ­να τέ­ταρ­το τῆς ὧ­ρας γιά δι­α­βά­σει τό« Μι­κρό Ἀ­πό­δει­πνο» ἤ ἄλ­λες προ­σευ­χές καί μέ δι­κά του λό­για. Καί πρέ­πει νά προ­σπα­θή­σει κά­ποι­ος, για­τί ἄν γιά τήν πρό­σκαι­ρη αὐ­τή ζω­ή κά­νει τό­σες προ­σπά­θει­ες, για­τί νά μήν καί γιά τήν ψυ­χή του κά­τι πού θά τήν βο­η­θή­σει στόν αἰ­ῶ­να τόν ἅ­παν­τα;

Θά πρέ­πει νά θυ­μώ­μα­στε καί τή συμ­βου­λή τοῦ Με­γα­λου Βα­σι­λεί­ου: «Προ­σευ­χῆς και­ρός ἄς εἶ­ναι ὅ­λος μας ὁ βί­ος»

πως προσευχομαστε;

Ποιό τρόπο δηλαδή καί ποιά στάση ἤ διάθεση πρέπει νά   ἔχουμε κατά τήν προσευχή;

α) Ὁ ἄν­θρω­πος κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς πρέ­πει νά ἔ­χει τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι βρί­σκε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τέ­ρα του, τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καί Προ­στά­τη του. Ἀ­νά­λο­γα μέ τό βαθ­μό πού ζεῖ τό γε­γο­νός αὐ­τό, σί­γου­ρα θά εἶ­ναι ἡ στά­ση του καί ἡ δι­ά­θε­σή του.

Ἡ στάση τοῦ προσευχομένου τῆν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐξαρτᾶται ἀπό τή ψυχική διάθεση του καί τήν ὑγεία του.

Μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά στά­θεῖ βλέ­πον­τας πάν­το­τε κα­τ’ ἀ­να­το­λάς νά ἀρ­χί­σει τήν προ­σευ­χή του, ἄλ­λος μπο­ρεῖ νά γο­να­τί­σει καί νά κά­νει καί με­τά­νοι­ες καί ἄλ­λος πού δέ μπο­ρεῖ νά στα­θεῖ ἄς προ­σευ­χη­θεῖ κα­θή­με­νος, ἀλ­λά καί ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου μπο­ρεῖ νά προ­σεύ­χε­ται καί νά εἰ­σα­κούν­ται οἱ προ­σευ­χές του, ἀρ­κεῖ νά γί­νον­ται ἐκ βά­θους ψυ­χῆς.

Δέ θά πρέ­πει νά ά­φή­σου­με πί­σω καί τήν σύν­το­μη ἀ­σκη­τι­κή νο­ε­ρή προ­σευ­χή « Τό Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ ἐ­λέ­η­σόν με τόν ἁ­μαρ­τω­λό», πού γί­νε­ται τε­ρά­στια δύ­να­μη γιά τόν πι­στό. Εἶ­ναι σύν­το­μη ἀλ­λά πε­ρι­ε­κτι­κή, καί πο­λύ εὐ­ερ­γε­τι­κή. Μπο­ρεῖς ἀ­κό­μα καί τήν ὥ­ρα τῆς ἐρ­γα­σί­ας σου νά τήν ἐ­φαρ­μό­ζεις, φτά­νει νά τή λές ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς σου.

β) Ἡ προ­σευ­χή μπο­ρεῖ νά γί­νει κα­τά τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους.

α) Ὁ προ­σευ­χό­με­νος, ὄρ­θιος ἤ γο­να­τι­στός, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με πιό πά­νω, κά­νει τήν προ­σευ­χή του μέ δι­κά του λό­για ἤ δι­α­βά­ζει ἀ­πό βι­βλί­ο προ­σευ­χές τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μπρο­στά σέ εἰ­κό­νες, ὑ­πάρ­χουν καί κά­νει καί με­τά­νοι­ες .

β) Ἄλ­λος ὄρ­θιος ἤ γο­να­τι­στός ὑ­ψώ­νει τό νοῦ του στό Θε­ό καί προ­ση­λώ­νε­ται ἐ­κεῖ χω­ρίς νά κι­νεῖ τή γλῶσ­σα του, προ­σεύ­χε­ται μέ τό νοῦ του στό Θε­ό σι­ω­πη­ρῶς. Αὐ­τός ὁ τρό­πος εἶ­ναι καί δύ­σκο­λος, για­τί ὁ πο­νη­ρός δι­α­κό­πτει τήν προ­σευ­χή μέ λο­γι­σμούς πού εἰ­σά­γει στό νοῦ καί πρέ­πει ὁ προ­σευ­χό­με­νος νά μήν τούς δί­νει προ­σο­χή.

γ) Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος πού προ­σεύ­χε­ται ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τή δυ­σκο­λί­α πού ἀ­να­φέ­ρα­με, τῆς συγ­κέν­τρω­σης ἤ δέ γνω­ρί­ζει πολ­λά πράγ­μα­τα γιά τήν προ­σευ­χή, εἶ­ναι δη­λα­δή ἀρ­χά­ριος, ἤ θέ­λει νά προ­σευ­χη­θεῖ ἐ­κτε­νέ­στε­ρα, μπο­ρεῖ νά πά­ρει ἕ­να προ­σευ­χη­τά­ριον καί νά ἐ­πι­λέ­ξει τίς προ­σευ­χές του ἀ­νά­λο­γα μέ τίς ἀ­νάγ­κες του καί προ­σέ­χει ὥ­στε νά ἐν­νο­εῖ τίς λέ­ξεις πού δι­α­βά­ζει καί τά νο­ή­μα­τά τους, γιά νά μήν τόν πα­ρα­σύ­ρει ὁ πο­νη­ρός μέ τούς λο­γι­σμούς πού ἐ­πι­χει­ρεῖ νά τόν ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Χρει­ά­ζε­ται πολ­λή προ­σο­χή καί ἐ­πι­μο­νή.

στοιχεια θεαρεστης προσευχης.

Γιά νά εἶ­ναι θε­ά­ρε­στη καί καρ­πο­φό­ρα ἡ προ­σευ­χή, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί ἀ­ναγ­καῖ­α στοι­χεῖ­α, στά ὁ­ποῖ­α θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στή συ­νέ­χεια.

Πρώ­τη καί καλ­λί­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση εἶ­ναι ἡ φλο­γε­ρή ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ δί­ψα καί ὁ πό­θος τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου νά συ­ναν­τή­σει τό Θε­ό, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φει ὁ Δαυ­ΐδ: « Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς πο­θεῖ τό ἐ­λά­φι τίς πη­γές τῶν ὑ­δά­των, ἔ­τσι καί ἡ ψυ­χή μου σέ ἐ­δί­ψα­σε Θε­έ μου»(Ψαλμ. 41.23).

Αὐ­τή ἡ δί­ψα πρέ­πει νά δι­α­κα­τέ­χει τήν ψυ­χή κά­θε πι­στοῦ· ἀλ­λά καί πρίν ἀρ­χί­σει ὁ χρι­στια­νός τήν προ­σευ­χή του θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σει κα­τά μέ­ρος ὅ­λες τίς ὑ­λι­κές ὐ­πο­θέ­σεις πού τόν ἀ­πα­σχο­λοῦν, γιά νά μήν τοῦ γί­νουν ἐμ­πό­διο κα­τά τή διά­ρκεια τῆς προ­σευ­χῆς· καί νά προ­σέλ­θει στήν προ­σευ­χή μέ θι­ά­θε­ση καί φρό­νη­μα ἱ­κέ­τη, ζη­τιά­νου καί νά πλη­σιά­ζει τό Θε­ό γιά νά τόν ἱ­κε­τεύ­σει, νά τόν πα­ρα­κα­λέ­σει γι’ αὐ­τά πού τόν ἀ­πα­σχο­λοῦν καί κυ­ρί­ως γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του.

Νά εἶ­ναι ὁ­πλι­σμέ­νος μέ τήν ἀ­κλό­νι­τη πί­στη ὅ­τι ὁ Θε­ός τόν ἀ­κού­ει καί θά τοῦ ἀ­παν­τή­σει στήν προ­σευ­χή του καί θά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τά δί­και­α αἰ­τή­μα­τά του ἀλ­λά προ­παν­τός ὅ­σα ὠ­φε­λοῦν τήν ψυ­χή του, ἐ­πει­δή Αὐ­τός μᾶς προ­τρέ­πει:«αἰ­τεῖ­τε καί δο­θή­σε­ται ὑ­μῖν» (Ματθ. 5, 9).

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρον­στάν­δης το­νί­ζει τήν βε­βαι­ό­τη­τα στήν προ­σευ­χή, γρά­φον­τας τά ἑ­ξῆς:«Κα­τά τήν προ­σευ­χή, πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ἀ­πό­λυ­τα βἐ­βαι­οι ὅ­τι κά­θε τι, πού λέ­με ἤ σκε­πτό­μα­στε θά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ. εἶ­ναι τό­σο εὔ­κο­λο στόν Κύ­ριον νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τά αἰ­τή­μα­τά μας, νά μει τό κά­θε τι σύμ­φω­να μέ τά λό­για μας. Αὐ­τή ἡ πε­ποί­θη­ση εἶ­ναι κά­τι τό ὁ­μα­λό καί ἀ­βί­α­στο γιά τόν ἀ­λη­θι­νόν πι­στόν, ὅ­πως ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­να­πνο­ή του, ἡ ἴ­δια ἡ ὄ­ρα­ση του, ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­κο­ή του. Ἔ­χει δι­α­πι­στω­θεῖ ὅ­τι συ­χνά, δέ με­σο­λα­βεῖ χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀ­νά­με­σα στά λό­για τοῦ ψαλ­μι­κοῦ στί­χου:« Φω­νῇ μου πρός Κύ­ριον ἐ­κέ­κρα­ξα καί ἐ­πή­κου­σέ μου»(Ψαλμ.3.5). Δέ­ξου αὐ­τήν τήν βε­βαι­ό­τη­τα μέ τήν εὐ­κο­λί­α πού ἀ­να­πνέ­εις».

Ἀλ­λά καί τό τα­πει­νό φρό­νη­μα, πα­ρά­δειγ­μα ὁ τε­λώ­νης τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, νά συ­νο­δεύ­ει τήν προ­σευ­χή. Τά λό­για τῆς προ­σευ­χῆς θά πρέ­πει νά βγαί­νουν ἀ­πό τήν καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου μέ θέρ­μη ψυ­χῆς καί τό νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων νά πλη­μυ­ρί­ζει ὅ­λο τό εἶ­ναι του.

Νά μήν ἔ­χει κα­κί­α μέ κα­νέ­να, σύμ­φω­να μέ τίς ὁ­δη­γί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ πού πα­ραγ­γέλ­λει: «Καί ὅ­ταν στέ­κε­σθε καί προ­σεύ­χε­σθε, νά συγ­χω­ρῆ­τε ἐ­άν ἔ­χε­τε κά­τι ἐ­ναν­τί­ον κά­ποι­ου, γιά νά σᾶς συγ­χω­ρή­σῃ τίς ἁ­μαρ­τί­ες σας καί ὁ πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος» (Μάρκ. 11.25). Ὅ­ταν σκο­πεύ­ου­με νά προ­σευ­χη­θοῦ­με, σύμ­φω­να μέ τά λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μας, θά πρέ­πει νά ἐ­ξε­τά­σου­με τόν ἑ­αυ­τό μας, μή­πως κά­τι πού μᾶς βα­ρύ­νει, ἐ­ναν­τί­ον κά­ποι­ου. Θά πρέ­πει πρῶ­τα νά κα­θα­ρί­σου­με τήν ψυ­χή μας ἀ­πό κά­θε ἴ­χνος μνη­σι­κα­κί­ας ἤ ἀ­δι­κί­ας, για­τί ἄν ἔ­χου­με κά­τι τέ­τοι­ο δέ θά μᾶς ἀ­κού­σει ὁ Κύ­ριος μας, για­τί ἡ προ­σευ­χή μέ ἐ­νο­χές εἶ­ναι ἀ­κά­θαρ­τη προ­σευ­χή καί δέν εἰ­σα­κού­ε­ται ἀ­πό τόν Κύ­ριο.

Ὅ­ταν θέ­λου­με νά πλη­σι­ά­σου­με τό Θε­ό μας μέ τήν προ­σευ­χή μας θά πρέ­πει πρῶ­τα νά ἐ­ξε­τά­ζου­με τό βί­ο καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μας ἄν συγ­γε­νεύ­ου­με μέ τό Θε­ό, δη­λα­δή ἄν ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι σύμ­φω­νη μέ τό θέ­λη­μά Του. Για­τί δέ μπο­ρεῖ κά­ποι­ος πού ζεῖ στήν ἁ­μαρ­τί­α νά ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό Θε­ό καί μά­λι­στα νά τόν ἀ­πο­κα­λεῖ καί πα­τέ­ρα του. Ἔ­τσι ὄ­σοι προ­σεύ­χον­ται πρέ­πει νά ἔ­χουν καί τόν ἀ­νά­λο­γο χρι­στι­α­νι­κό βί­ο ἄν θέ­λουν νά εἰ­σα­κού­ον­ται

Νά προ­σέ­χει ὁ προ­σευ­χό­με­νος ὥ­στε ἡ προ­σευ­χή του νά μήν εἶ­ναι μό­νο γιά τό ἄ­το­μό του καί τούς φί­λους του ἀλ­λά κυ­ρί­ως γιά τούς ἐ­χθρούς του, για­τί αὐ­τή ἡ προ­σευ­χή κα­τά τούς ἔμ­πει­ρους Πα­τέ­ρες, κτυ­πᾶ μέ ὁρ­μή τούς δαί­μο­νες καί τούς ντρο­πιά­ζει ἀ­φάν­τα­στα. Χρει­ά­ζε­ται ἀ­κό­μα καί με­γά­λη ἐ­πι­μο­νή, για­τί αὐ­τή κα­τά τόν Μα­κά­ριο τόν Αἰ­γύ­πτιο, « Εἶ­ναι ἡ συγ­κε­φα­λαί­ω­ση κά­θε ἀ­γα­θῆς ἐ­πι­μέ­λειας καί ἡ κο­ρυ­φή τῶν κα­τορ­θω­μά­των».

Καί τέ­λος, ἐ­πει­δή ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι τό πλέ­ον ἐ­πί­πο­νον ἔρ­γο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἐ­πει­δή πο­λε­μᾶ­ται σφό­δρα ἀ­πό τούς δαί­μο­νες, χρει­ά­ζε­ται νά βιά­ζει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του γιά τήν προ­σευ­χή. Στήν ἀρ­χή σί­γου­ρα θά συ­ναν­τή­σει πολ­λήν δυ­σκο­λί­α, ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο βιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του, τό­σο πιό εὔ­κο­λα θά προ­σεύ­χε­ται.

περιεχομενο της προσευχης.

Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς προ­σευ­χῆς μας, θά δα­νει­στοῦ­με τά λό­για τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου: «Ὁ Θε­ός δέν πε­ρι­μέ­νει τή δι­κή μας ὑ­πεν­θύ­μι­ση, ἀλ­λά καί ἄν ἀ­κό­μα δέν τά ζη­τᾶ­με (τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά), μᾶς χα­ρί­ζει ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα. Δι­ό­τι « Ἀ­να­τέλ­λει τόν ἥ­λιό Του γιά τούς πο­νη­ρούς καί γιά τούς ἀ­γα­θούς καί βρέ­χει γιά τούς δι­καί­ους καί τούς ἀ­δί­κους» (Ματθ. 5. 45). Ἄς ἔ­χου­με ἐμ­πι­στο­σύ­νη σέ Αὐ­τόν ὁ Ὁ­ποῖ­ος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει καί λέ­γει: « Να ζη­τᾶ­τε πρῶ­τα τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καί τή δι­και­ο­σύ­νη του καί ὅ­λα τά ἄλ­λα θά σᾶς χο­ρη­γη­θοῦν» (Ματθ. 6.33).

Δέν πρέ­πει νά ζη­τοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά καί ἐ­πί­μο­να τά ἀ­γα­θά τῆς ζω­ῆς, για­τί ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τίς ἀ­νάγ­κες μας καί χα­ρί­ζει τά χρει­α­ζό­με­να. Νά προ­σέ­ξου­με νά μήν κά­νου­με τό Θε­ό ὑ­πη­ρέ­τη μας.

Βλέ­πεις ὅ­τι ὁ Θε­ός ἑ­τοί­μα­σε νά μᾶς χα­ρί­σει ἐ­κεῖ­να τά ἀ­πα­ραί­τη­τα καί ὑ­πό­σχε­ται συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά ὅ­τι θά μᾶς δώ­σει καί αὐ­τά;»

Ἄς ἀ­κού­σου­με καί τόν Νεῖ­λο τόν Ἀ­σκη­τή πού συμ­βου­λεύ­ει: «Μήν προ­σεύ­χε­σαι νά γί­νουν τά θε­λή­μα­τά σου, για­τί ὅ­πωσ­δή­πο­τε δέν συμ­φω­νοῦν μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Καλ­λί­τε­ρα κα­θώς ἔ­χεις δι­δα­χθεῖ, λέ­γε στήν προ­σευ­χή σου:«Γε­νη­θή­τω τό θέ­λη­μά Σου ἐν ἐ­μοί». Καί σέ κάθε πρᾶγμα ἔτσι νά ζητᾶς ἐπό Ἐκεῖνον, νά γίνει τό θέλημά Του, γιατί ὁ Θεός θέλει τό ἀγαθόν καί συμφέρον τῆς ψυχῆς σου. Ἐνῶ ἐσύ δέ ζητεῖς πάντοτε τό συμφέρον σου».

Κά­πο­τε ὁ Κύ­ριος εἶ­πε στό βα­σι­λιά Σο­λο­μῶν­τα· ζή­τη­σε μου ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μεῖς καί ἐ­γώ θά σοῦ τό δώ­σω. Ὁ σο­φός ὅ­μως Σο­λο­μών δέ ζη­τη­σε ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά ζή­τη­σε ἀ­πό τό Θε­ό σο­φί­α, γιά νά Κυ­βερ­νᾶ σω­στά τούς ὑ­πη­κό­ους του. Αὐ­τό ἄ­ρε­σε στόν Κύ­ριο καί μά­ζί μέ τή σο­φί­α πού τοῦ ζή­τη­σε τοῦ χά­ρι­σε καί πολ­λά πλού­τη καί δό­ξα. Αὐ­τό τό πα­ρά­δειγ­μα θά πρέ­πει νά δι­δά­ξει καί ἐ­μᾶς νά ζη­τοῦ­με πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα τά πνευ­μα­τι­κά ἀ­γα­θά καί τά ὑ­πό­λοι­πα θά τά ἔ­χου­με σύμ­φω­να μέ τήν πιό πί­σω ὑ­πό­σχε­σή Του.

Ἔ­τσι λοι­πόν, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς προ­σευ­χῆς μας πρέ­πει νά εἶ­ναι προ­πάν­των πνευ­μα­τι­κό, ὅ­πως ἡ ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ στόν κό­σμο. Ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ κό­σμου καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά χα­ρί­ζει με­τά­νοι­α, σέ μᾶς καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά μας καί κά­θε ἄλ­λη ψυ­χι­κή καί ­σω­μα­τι­κή χρεί­α πού ἔ­χου­με. Ἀ­κό­μα θά πα­ρα­κα­λοῦ­με καί γιά τίς χῆ­ρες καί τά ὀρ­φα­νά, γιά τή θε­ρα­πεί­α τῶν ἀ­σθε­νῶν πού βρί­σκον­ται κα­θη­λω­μέ­νοι στά κεβ­βά­τια τους.

Ἀ­κό­μα δέν πρέ­πει νά λεί­πει ἀ­πό τήν προ­σευ­χή μας οὔ­τε ἡ πα­ρά­κλη­ση γιά τούς ἐ­χθρούς μας γιά τήν ὁποία θά ἀναφερθοῦμε στή συνέχεια.

προ­σευ­χη για τους ε­χθρους μας

Ἡ προσευχή γιά τούς ἐχθρούς μας εἶναι ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου: «Προ­σεύ­χε­σθαι ὑ­πέρ τῶν ἐ­πη­ρει­α­ζόν­των καί δι­ω­κόν­των ὑ­μᾶς» (Ματθ.5.43). Προ­σεύ­χε­σθαι, μᾶς πα­ραγ­γέλ­λει, γιά ὅ­σους σᾶς ἐ­νο­χλοῦν καί σᾶς δι­ώ­κουν ἀ­κό­μα. Μέ τήν προ­σευ­χή γιά σω­τη­ρί­α τῶν ἐ­χθρῶν μας, ἐκ­φρά­ζου­με ἀ­γά­πη καί συμ­πά­θεια πρός αὐ­τούς καί αὐ­τό εὐ­α­ρε­στεῖ τό Θε­ό, για­τί ἔ­τσι ἐ­νερ­γοῦν­τες μοι­ά­ζου­με μ’ Αὐ­τόν . Δεί­χνου­με ὅ­τι εἴ­μα­στε γνή­σια παι­διά Του. Αὐ­τή ἡ πρά­ξη εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη νά γί­νε­ται ἀ­πό κά­θε πι­στό γιά νά δι­και­ώ­νε­ται ὁ ἴ­διος ἐ­νώ­πιον τοῦ δι­καί­ου Θε­οῦ. (Ματθ. 6.14).

Αὐ­τή ἡ πρά­ξη πού ζη­τᾶ ὁ Θε­ός ἀ­πό ἐ­μᾶς νά κά­νου­με γιά τούς ἐ­χθρούς μας δέ μᾶς στοι­χί­ζει τί­πο­τα, εἶ­ναι εὔ­κο­λη καί ἀ­δά­πα­νη. Τήν κά­νει δύ­σκο­λη καί ὁ­δυ­νη­ρή ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός μας. Τί πιό εὐ­κο­λο ἀ­πό τοῦ νά προ­σευ­χό­μα­στε γιά τούς ἐ­χθρούς μας, νά πα­ρα­κα­λοῦ­με τόν Κύ­ριο νά τούς συγ­χω­ρέ­σει γιά ὅ­σα μᾶς ἔ­βλα­ψαν καί νά τούς ἀ­πο­τρέ­ψει ἀ­πό τήν κα­κί­α γιά νά σω­θεῖ ἡ ψυ­χή τους, νά τούς ὁ­δη­γή­σει στό δρό­μο τῆς κα­λω­σύ­νης καί νά τούς χα­ρί­σει εἰ­ρή­νη με­τά­νοι­α καί σω­τη­ρί­α.

Ἔ­χου­με ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά εὐ­χό­μα­στε γιά τούς ἐ­χθρούς μας, για­τί καί ἐ­μεῖς μέ τίς πρά­ξεις καί ἐ­νέρ­γει­ές μας γι­νό­μα­στε ἐ­χθροί τοῦ Θε­οῦ καί ὅ­μως Αὐ­τός μᾶς συγ­χω­ρεῖ, καί ὄ­χι μό­νο, ἀλ­λά καί θυ­σι­ά­στη­κε γιά τή σω­τη­ρί­α μας, «Χρι­στός ὑ­πέρ ἀ­σε­βῶν ἀ­πέ­θα­νε» Καί ὅ­ταν ἦ­ταν καρ­φω­μέ­νος στό σταυ­ρό προ­σευ­χό­ταν γιά τούς σταυ­ρω­τές Του, «Πά­τερ, ἄ­φες αὐ­τοῖς οὐ γάρ οἴ­δα­σι τί ποι­οῦ­σι» (Λουκ. 23.34). Καί τό πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τό τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­φάρ­μο­σαν κα­τό­πιν ὅ­λοι οἱ γή­σιοι ὀ­πα­δοί του. πρῶ­τος καί κα­λύ­τε­ρος ὁ Πρω­το­μάρ­τυ­ρας Στέ­φα­νος. Ἐ­νῶ οἱ πέ­τρες σκέ­πα­ζαν τό μα­τω­μέ­νο σῶ­μα του αὐ­τός πα­ρα­κα­λοῦ­σε γιά τούς φο­νεῖς του, «Κύ­ρι­ε, μή στή­σεις αὐ­τοῖς τήν ἁ­μαρ­τί­αν ταύ­την» (Πράξ. 7. 59).

Ὁ Ἅ­γιος Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει σχε­τι­κά: «Ὅ­ταν προ­σερ­χό­μα­στε στήν προ­σευ­χή καί ἱ­κε­τεύ­ο­μεν τό Θε­ό γιά τούς ἐ­χθρούς μας, Ἄγ­γε­λοι πα­ρί­σταν­ται καί μέ πολ­λήν προ­σο­χή πα­ρα­κο­λου­θοῦν, καί ὅ­ταν τε­λει­ώ­σει ἡ προ­σευ­χή θαυ­μά­ζουν καί χει­ρο­κρο­τοῦν αὐ­τήν. Για­τί τέ­τοι­α προ­σευ­χή κα­ται­σχύ­νει τούς δαί­μο­νες καί τούς τρέ­πει σέ φυ­γή...τέ­τοι­α προ­σευ­χή ἐ­ξο­μοι­ώ­νει τόν ἄν­θρω­πο ὄ­χι μέ ἀγ­γέ­λους καί Ἀρ­χαγ­γέ­λους, ἀλ­λά μέ αὐ­τόν τόν βα­σι­λέ­α τῶν οὐ­ρα­νῶν».

Ἀ­πό αὐ­τά τά λί­γα πού λέ­χθη­καν γιά τό θέ­μα φαί­νε­ται ἀ­ναγ­καί­α ἡ εὐ­χή γιά τούς ἐ­χθρούς μας καί δέν πρέ­πει νά τήν πα­ρα­λεί­που­με ἄν θέ­λου­με τή δι­κή μας σω­τη­ρί­α.

ενα σχεδιαγραμμα προσευχης

Κά­πο­τε οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ρώ­τη­σαν τόν Κύ­ριον «Κύ­ρι­ε, δί­δα­ξον ὑ­μᾶς προ­σεύ­χε­σθαι» (Λουκ.11. 1), καί ὁ Κύ­ριος τούς πα­ρέ­δω­σε τή γνω­στή προ­σευ­χή, τό· «Πά­τερ ἡ­μῶν». Σύμ­φω­να μέ τήν προ­σευ­χήν αὐ­τή πρέ­πει νά προ­σαρ­μό­ζε­ται καί ἡ δι­κή μας προ­σευ­χή. Ἡ προ­σευ­χή αὐ­τή πε­ρι­έ­χει τρί­α βα­σι­κά στοι­χεῖ­α: α.)Δο­ξο­λο­γί­α, β) εὐ­χα­ρι­στί­α καί γ)αἰ­τή­σεις.

Στή συ­νέ­χεια θά δώ­σου­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς τέ­τοι­ας προ­σευ­χῆς γιά νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης πῶς πρέ­πει νά συν­θέ­τει τίς προ­σευ­χές του. Τό πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι μιά ἕ­τοι­μη πρω­ϊ­νή προ­σευ­χή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Ἠ ὁ­ποί­α πε­ρι­έ­χει καί τά τρί­α στοι­χεῖ­α.

α). Δοξολογία.

Σέ εὐ­λο­γοῦ­μεν, Ὕ­ψι­στε Θε­έ, Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, τόν ποι­οῦν­τα ἀ­εί με­θ’ ἡ­μῶν με­γά­λα τε καί ἀ­νε­ξι­χνί­α­στα, ἔν­δο­ξά τε καί ἐ­ξαί­σια, ὧν οὐκ ἔ­στιν ἀ­ριθ­μός, τόν πα­ρα­σχόν­τα ὑ­μῖν τόν ὕ­πνον εἰς ἀ­νά­παυ­σιν τῶν κό­πων τῆς πο­λυ­μό­χθου σαρ­κός...

β) Εὐχαριστία.

...Εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν σοι ὅ­τι οὐ συ­να­πώ­λε­σας ἡ­μᾶς ταῖς ἀ­νο­μί­αις ἡ­μῶν, ἀλ­λ’ ἐ­φι­λαν­θρω­πεύ­σω συ­νή­θως καί πρός ἀ­πό­γνω­σιν κει­μέ­νους ἡ­μᾶς ἤ­γει­ρας εἰς τό δο­ξο­λο­γῆ­σαι τό κρά­τος σου...

γ) Αἰ­τή­μα­τα

.­..Διό δυ­σω­ποῦ­μεν τήν ἀ­νεί­κα­στόν σου ἀ­γα­θό­τη­τα· φώ­τι­σον ἡ­μῶν τούς τῆς δι­α­νοί­ας ο­φθαλ­μούς καί τόν νοῦν ἡ­μῶν ἐκ τοῦ βα­ρέ­ως ὕ­πνου τῆς ρα­θυ­μί­ας ἀ­νά­στη­σον· ἄ­νοι­ξον ὑ­μῶν τό στό­μα καί πλή­ρω­σον αὐ­τό τῆς σῆς αἰ­νέ­σε­ως, ὅ­πως ἄν δυ­νη­θῶ­μεν ἀ­πε­ρι­σπά­στως ἄ­δειν τε καί ψάλ­λειν καί ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­σθαι σοι τῷ ἐν πᾶ­σι καί ὑ­πό πάν­των δο­ξα­ζο­μέ­νῳ Θε­ῷ καί τῷ Μο­νο­γε­νῇ σου Υἱ­ῷ καί τῷ πα­να­γί­ῳ καί ἀ­γα­θῷ καί ζω­ο­ποι­ῷ σου Πνεύ­μα­τι, νῦν καί ἀ­εί καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

  Ἀ­φοῦ με­λε­τή­σεις κα­λά, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς προ­σευ­χῆς αὐ­τῆς, θά μπο­ρεῖς νά σχε­διά­ζεις καί τίς δι­κές σου προ­σευ­χές μέ τήν ἴ­δια δο­μή, ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι μέ λί­γα δι­κά σου λό­για.

η ο­μα­δι­κη προ­σευ­χη

(Στή θ. Λει­τουρ­γί­α)

Τά ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με μέ­χρι τώ­ρα στό­χευ­αν τήν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, γιά τήν κα­θη­με­ρι­νή ἀ­το­μι­κή του προ­σευ­χή. Ἄλ­λά καί στήν ὁ­μα­δι­κή προ­σευ­χή κα­τά τήν τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἰ­χύ­ουν οἱ ἴ­δι­ες συμ­βου­λές καί ὑ­πο­δεί­ξεις.

Ἡ προ­σευ­χή τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,ἡ ὁ­μα­δι­κή προ­σευ­χή, ἡ προ­σευ­χή τῶν πολ­λῶν, εἰ­σα­κού­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τήν ἀ­το­μι­κή. Ὁ Κύ­ριος εἲ­πε:« οὐ γάρ εἰ­σί δύ­ο ἤ τρεῖς συ­νηγ­μέ­νοι εἰς τό ἐ­μόν ὄ­νο­μα, ἐ­κεῖ εἰ­μί ἐν μέ­σω αὐ­τῶν» (Ματθ. 18. 20). Σί­γου­ρα ἡ προ­σευ­χή τοῦ πλή­θους τῶν πι­στῶν πού προ­σεύ­χον­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη ἀ­πό τήν προ­σευ­χή ἑ­νός ἀν­θρώ­που. Λέ­γει σχε­τι­κά ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος:« Ἐ­δῶ στή­νἘκ­κλη­σία ὑ­πάρ­χει καί κά­τι τό ἐ­πί πλέ­ον· (ἀ­πό τήν ἀ­το­μι­κήν προ­σευ­χή) καί αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ὁ­μό­νοι­α, ἡ συμ­φω­νί­α, ὁ σύν­δε­σμος τῆς ἀ­γά­πης καί οἱ προ­σευ­χές τῶν ἱ­ε­ρέ­ων. Γι’ αὐ­τό βέ­βαι­α πα­ρί­σταν­ται καί οἱ ἱ­ε­ρεῖς, ὥ­στε οἱ εὐ­χές τοῦ πλή­θους πού εἶ­ναι καί οἰ ἀ­σθε­νέ­στε­ρες, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νες μέ τίς δυ­να­τό­τε­ρες εὐ­χές τῶν ἱ­ε­ρέ­ων νά ἀ­νέλ­θουν στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ μα­ζί». Καί ἀλ­λοῦ ὁ ἴ­διος Πα­τέ­ρας φέρ­νει πα­ρά­δειγ­μα τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου μέ τή δύ­να­μη καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα πού εἶ­χε ἡ προ­σευ­χή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,­.(Πράξ. 12.5-16).

Μέ­σα στό Να­ό, στή διά­ρκεια τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ συ­νε­χής δι­ά­θε­ση γιά προ­σευ­χή καί ὁ σύν­δε­σμος τῆς ἑ­νό­τη­τας δί­νει με­γά­λη δύ­να­μη στήν προ­σευ­χή. Ὅ­ταν ὅ­λοι οἱ ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι προ­σέ­χουν καί προ­ση­λώ­νον­ται σ’ αὐ­τά πού λαμ­βά­νουν χώ­ραν μέ­σα στό Να­ό, συμ­πί­πτει ὅ­λοι νά δο­ξο­λο­γοῦν ἤ ὅ­λοι νά εὐ­χα­ρι­στοῦν τόν Κύ­ριο, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀ­νε­βαί­νει αὐ­τή ἠ ὁ­μα­δι­κή προ­σευ­χή σάν ἀ­πό ἕ­να στό­μα, στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ καί καρ­πο­φο­ρεῖ. Τή με­γά­λη ὠ­φέ­λεια τῆς προ­σευ­χῆς αὐ­τῆς τή γνω­ρί­ζει ὀ παγ­κά­κι­στος δι­ά­βο­λος καί προ­σπα­θεῖ νά τήν μα­ται­ώ­σει. Προ­σπα­θεῖ μέ δι­ά­φο­ρα τε­χνά­σμα­τα νά μᾶς ἐμ­πο­δί­σει νά μήν ἐκ­κλη­σι­α­στοῦ­με, γιά νά μήν συμ­μετάσχου­με στήν ὁ­μα­δι­κή προ­σευ­χή. Ἀ­κό­μα καί μέ­σα στό Να­ό προ­α­σπα­θεῖ νά ἀ­πο­σπά­σει ἤ νά θο­λώ­σει τό νοῦ μας. Ἐ­μεῖς πού τά γνω­ρί­ζου­με αὐ­τά θά πρέ­πει νά τοῦ ἐ­ναν­τι­ω­θοῦ­με δι­ώ­χνον­τας μα­κρυ­ά κά­θε προ­σβο­λή, κά­θε σκέ­ψη πού θά μᾶς πα­ρα­σύ­ρει στό νά δι­α­κό­ψου­με τήν προ­σο­χή μας στίς προ­σευ­χές. Γιά τό κα­λό μας δέν πρέ­πει νά χά­νου­με τόν ἐκ­κλη­σια­σμό μας μέ κα­νέ­να λό­γο, γιά νά μήν χά­νου­με τό ψυ­χι­κό ὄ­φε­λος πού θά ἀ­πο­κο­μί­σου­με ἀ­πό τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Με­ρι­κές συμ­βου­λές γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σεις τίς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ πο­νη­ροῦ κα­τά τή διά­ρκεια τῆς προ­σευ­χῆς στή Θ. Λει­τουρ­γί­α.

α) πρίν εἰ­σέλ­θεις στό Να­ό θά πρέ­πεις νά ξεν­τύ­νε­σε τό ἔν­δυ­μα τῶν βι­ο­τι­κῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των, γιά νά εἶ­σαι ἀ­μέ­ρι­μνος γιά μπο­ρέ­σεις νά προ­σευ­χη­θεῖς ἀ­πρό­σκο­πτα.

β) Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ἡ ἀ­να­ζω­ο­πύ­ρω­ση τῆς καρ­διᾶς γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐν­θυ­μού­με­νος τίς πολ­λα­πλές εὐ­ερ­γε­σί­ες Του.Καί νά θυ­μᾶ­σαι ὅ­τι βρί­σκε­σαι ἐ­νώ­πιον τοῦ Παν­το­δύ­να­μου Θε­οῦ.

γ) Νά μή σέ ἀ­πα­σχο­λεῖ κα­θό­λου ποι­ός εἶ­ναι δί­πλα σου, ἤ πῶς εἶ­ναι ντυ­μέ­νος κλπ, ἀλ­λά νά σκέ­φτε­σαι ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­δελ­φός σου συμ­μέ­το­χος στή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ καί οὔ­τε ἕ­να λό­γο νά μήν ἀν­ταλ­λάσ­σεις, ἀλ­λά νά προ­σέ­χεις σ’ αὐ­τά πού γί­νον­ται καί λέ­γον­ται καί ἀ­νά­λο­γα νά δο­ξο­λο­γεῖς,νά εὔ­χε­σαι, νά εὐ­χα­ρι­στεῖς καί μέ πολ­λήν τα­πεί­νω­ση νά ζη­τᾶς τό ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες σου.

δ) Νά θυ­μᾶ­σε ὅ­τι οἱ δι­ά­φο­ροι λο­γι­σμοί πού δέν ἔ­χουν σχέ­ση μέ τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη δι­α­τα­ράσ­σουν τήν προ­σευ­χή καί πα­ρα­σύ­ρουν τήν ψυ­χήν ἐ­κεῖ πού δέν πρέ­πει. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά τούς δι­ώ­χνεις ἀ­μέ­σως καί νά ζη­τᾶς τήν βο­ή­θεια τοῦ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τί σου.

Αὐτές τίς συμβουλές προσπάθησε νά τίς ἐφαρμόσεις καί θά ἐνισχυθεῖς στόν ἀγώνα σου. 

η αδιαλειπτη προσευχη

Ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο ἔρ­γο, ἀλ­λά πο­λύ λί­γος λό­γος γί­νε­ται γι’ αὐ­τήν,για­τί ἴ­σως εἶ­ναι ἔρ­γο πού πο­λύ λί­γοι πι­στοί ἐ­φαρ­μό­ζουν, ἤ ἴ­σως θε­ω­ρεῖ­ται πο­λύ δύ­σκο­λο. Κι’ ὅ­μως ὅ­πως θά δοῦ­με μπο­ρεῖ καί   κά­θε χρι­στια­νός νά τό ἐ­φαρ­μό­σει ὅ­ταν γί­νει ξε­κά­θα­ρο τί ἐν­νο­οῦ­με μέ τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή.

Ἄς δοῦ­με ὅ­μως, τό ἔρ­γο αὐ­τό εἶ­ναι νέ­ο καί προ­νό­μιο τῶν Ἀ­σκη­τῶν;

Ἡ ἀ­δει­ά­λει­πτη προ­σευ­χή ἔ­χει τίς ρί­ζες της   με­τα­φο­ρι­κά, ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη. Στό βι­βλί­ο τοῦ Ἐκ­κλη­σια­στή, γρά­φει: «Τήν πρω­ΐ­αν σπεῖ­ρε τόν σπό­ρον σου καί μέ­χρι τῆς ἑ­σπέ­ρας μή δώ­σεις ἀ­νά­παυ­σιν εἰς τήν χεῖ­ραν σου»( Ἐκ­κλη. 11.16). Γιά τό χω­ρί­ο αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες, λέ­νε, πώς ἐ­δῶ ἐν­νο­εῖ τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή. Δη­λα­δή ἀ­πό τό πρωΐ ἄρ­χι­σε τήν προ­σευ­χή σου καί μήν στα­μα­τή­σεις μέ­χρι τό βρά­δυ.

Καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­στή­νει στούς χρι­στια­νούς νά προ­σεύ­χον­ται χω­ρίς δι­α­κο­πή, ἀ­δι­ά­λει­πτα.«Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε, ἐν παν­τί εὐ­χα­ρι­στεῖ­τε, τοῦ­το γάρ θέ­λη­μα Θε­οῦ ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς ὑ­μᾶς» (Α΄Θεσ­σαλ.5. 17,18).

 

Τί ἐν­νο­οῦ­με ὅ­μως μέ τή λέ­ξη ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή;

 

«Στίς Πε­ρι­πέ­τει­ες ἑ­νός Προ­σκυ­νη­τοῦ» δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι, ὅ­τι «νο­ε­ρή προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ ἀ­δυ­σώ­πη­τη ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που γιά τό Θε­ό. Ὁ Ὅ­σιος Νι­κή­τας ὁ Στη­θᾶ­τος, γρά­φει: « ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ ἀ­ει­κι­νη­σί­α τοῦ νοῦ γύ­ρω ἀ­πό τή μνή­μη τοῦ Θε­οῦ.». Ὅ­σιος Πέ­τρος ὁ Δα­μα­σκη­νός, ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή« εἶ­ναι τό νά ἔ­χου­με τή μνή­μη τοῦ Θε­οῦ σέ κά­θε και­ρό καί πρᾶγ­μα.­.. Δη­λα­δή σέ ὅ­τι κά­νου­με χρε­ω­στοῦ­με νά θυ­μό­μα­στε τόν ποι­η­τή τοῦ κά­θε πράγ­μα­τος. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, βλέ­πεις τόν ἥ­λιο καί τό φῶς νά θυ­μᾶ­σαι τόν ποι­η­τή τους πού σοῦ τό χά­ρι­σε. Βλέ­πεις τόν οὐ­ρα­νό τῆ γῆ τή θά­λασ­σα κι’ ὅ­λα τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τα; Δό­ξα­ζε καί θαύ­μα­ζε τό δη­μι­ουρ­γό τους.­.. καί γε­νι­κά κά­θε σου κί­νη­ση νά σοῦ γί­νε­ται αἰ­τί­α καί ἀ­φορ­μή νά δο­ξά­ζεις τό δη­μι­ουρ­γό Θε­ό· καί ἰ­δού προ­σεύ­χε­σαι».

Ὁ δέ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής ἀ­παν­τᾶ ὡς ἑ­ξῆς: « Ἀ­δι­ά­λει­πτή προ­σευ­χή εἶ­ναι τό νά ἔ­χου­με πάν­το­τε τό νοῦ­ μας προ­ση­λω­μέ­νον μέ πολ­λήν εὐ­λά­βεια καί πό­θον κον­τά στό Θε­ό. Νά ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ὁ ἄν­θρω­πος πάν­το­τε ἀ­πό τήν πρός τό Θε­ό ἐλ­πί­δα καί νά στη­ρί­ζει τό θάρ­ρος του, γιά ὅ­λα του τά ἔρ­γα σ’ Αὐ­τόν τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός πραγ­μα­τι­κά προ­σεύ­χε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως...». Καί ὁ μα­κα­ρι­στός Εὐ­σέ­βιος Ματ­θό­που­λος, στό βι­βλί­ο του ὁ προ­ο­ρι­σμός τοῦ ἀν­θρώ­που, σελ. 92, γρά­φει:« τό ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθαι, ση­μαί­νει χω­ρίς δι­α­κο­πή. Καί θέ­λει νά πεῖ μ’ αὐ­τό ὁ Παῦ­λος, ὅ­που κι’ ἄν βρι­σκό­μα­στε, εἴ­τε περ­πα­τοῦ­με, εἴ­τε ἐρ­γα­ζό­μα­στε, εἴ­τε ἀ­να­παυ­ό­μα­στε, νά­χου­με τό συ­ναί­σθη­μα ὅ­τι ζοῦ­με κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ Θε­οῦ, καί νά δο­ξο­λο­γοῦ­με τό ὄ­νο­μά Του, νά εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τήν ἀ­γα­θό­τη­τά Του, γιά τίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες πού ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με ἀ­πό Αὐ­τόν. Κι’ ὅ­ταν ἀ­κό­μα κά­νου­με ἀ­γα­θές σκέ­ψεις καί λο­γι­σμούς, ἤ ὅ­ταν δι­α­βά­ζου­με τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἤ ἄλ­λα χρι­στι­α­νι­κά βι­βλί­α, ὅ­λα αὐ­τά πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στό «ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθαι».

Ὃ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα αὐ­τό μέ τά ἑ­ξῆς;«τό εἶ­δος αὐ­τό τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιά τόν ἀ­γω­νι­στή, για­τί ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­πως εἶ­ναι ἀ­σώ­μα­τος καί ἀ­ει­κί­νη­τος εἶ­ναι δυ­να­τό νά τοῦ ἔλ­θουν προ­σβο­λές καί νά αἰχ­μα­λω­τι­σθεῖ ἀ­πό τούς δαί­μο­νες. Γιά τοῦ­το ἔ­χει ἀ­νάγ­κη σέ κά­θε του ἀ­να­πνο­ή νά κρα­τᾶ τό ὅ­πλο τῆς προ­σευ­χῆς, γιά νά ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νει τίς προ­σβο­λές τοῦ σα­τα­νᾶ.» Ἡ μνή­μη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὅ­πλο ἐ­ναν­τί­ον κά­θε ἐ­χθροῦ τῆς ψυ­χῆς. Τέ­λος μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι κά­ποι­ος μπο­ρεῖ νά προ­σεύ­χε­ται ἀ­δι­ά­λει­πτα καί στήν ἐ­πο­χή μας ἀ­κό­μα, φτά­νει νά συν­δέ­ει τόν ἑ­αυ­τό του καί κά­θε του ἐ­νέρ­γεια μέ τό Θε­ό, ἔ­τσι πού ὄ­λη του ἡ ζω­ή νά εἶ­ναι μιά ἐν­θύ­μι­ση τοῦ Πλά­στη του, μιά ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή. Ἴ­σως χρεια­στεῖ κά­ποι­ος κό­πος καί ἐ­πί­πο­νη προ­σπά­θεια στήν ἀρ­χή , ἀλ­λά μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ θά τό κα­τορ­θώ­σει ἄν τό ἀ­πο­φα­σί­σει. Καί τό­τε θά νοι­ώ­σει πραγ­μα­τι­κά τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου στή ζω­ή του μέ τά ἀ­νά­λο­γα εὐ­ερ­γε­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.

η προσευχη και οι αλλες αρετες

Ἡ προ­σευ­χή, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ νη­στεί­α κλπ, εἶ­ναι ἐρ­γα­λεῖ­α στά χέ­ρια τοῦ χρι­στια­νοῦ, γιά νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει καί νά κα­τα­σκευά­σει τό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς σω­τη­ρί­ας του. Καί ὅ­πως ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, κα­νέ­νας τε­χνί­της δέν­τε­λει­ώ­νει ἕ­να ἔρ­γο μό­νο μέ ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἀλ­λά πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει καί ἄλ­λα ἐρ­γα­λεῖ­α πού χρει­ά­ζον­ται. Ἔ­τσι καί ὁ χρι­στια­νός δέ μπο­ρεῖ νά ὀ­λο­κλη­ρώ­σει τό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας του μό­νο μέ τήν ἐ­φαρ­μο­γή μιᾶς καί μό­νον ἀ­ρε­τῆς. Πρέ­πι νά ἀ­σκεῖ ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές μέ μέ­θο­δο καί τέ­χνη καί μέ μέ­θο­δο.Δέν εἶ­ναι σω­στό, γιά πα­ρά­δειγ­μα νά δί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρη σημ­μα­σί­α καί βά­ρος σέ μιά μό­νο ἀ­ρε­τή, τήν προ­σευ­χή καί νά ἀ­με­λεῖ τήν ἀ­γά­πη ἤ τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Στή συ­νέ­χεια θά δοῦ­με τή σχέ­ση τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν μέ τήν προ­σευ­χή.


α) Ἡ προσευχή μέ τήν πίστη.

Ἡ πί­στη πρέ­πει νά προ­ϋ­πάρ­χει τῆς προ­σευ­χῆς, για­τί ἡ πί­στη εἶ­ναι ἡ ρί­ζα πού στη­ρί­ζει τήν προ­σευ­χή γιά νά καρ­πο­φο­ρί­σει. Για­τί ἄν δέν πι­στεύ­εις ἀ­πό­λυ­τα ὅ­τι ὁ Θε­ός σέ προ­σέ­χει καί ἔ­χει τή δύ­να­μη νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τά αἴ­τή­μα­τά σου, πῶς θά προ­σευ­χη­θεῖς; Ἄν ἀμ­φι­βάλ­λεις τό­τε σί­γου­ρα ἁ­μαρ­τά­νεις στόν Κύ­ριο καί ἡ προ­σευ­χή σου δέ θά εἰ­σα­κου­σθεῖ. Ἡ πί­στη στό Θε­ό ὠ­θεῖ τόν ἄν­θρω­πο νά προ­σευ­χη­θεῖ καί μά­λι­στα μέ θέρ­μη καρ­δί­ας καί νά ἔ­χει καί ὠ­φέ­λη­μα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.

Τήν πί­στη τήν ἀ­τα­λάν­τευ­τη τήν ἀ­πο­κτᾶ κά­ποι­ος ἀ­πό τίς ἀ­ψευ­δής ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Κυ­ρί­ου: «Πάν­τα ἄν προ­σευ­χό­με­νοι αἰ­τεῖ­σθε, πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι λαμ­βά­νε­τε, καί ἔ­σται ἡ­μῖν» (Μάρκ.11. 24). Δη­λα­δή[1] ὅ­σα ζη­τεῖ­τε ἀ­πό τό Θε­ό στήν προ­σευ­χή σας καί πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι θά τά λά­βε­τε, θά σᾶς δο­θοῦν.

Αὐ­τή ἠ ζων­τα­νή πί­στη ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ει τήν προ­σευ­χή, δέν ἀ­φή­νει τόν προ­σευ­χό­με­νο νά κου­ρα­στεῖ, οὔ­τε καί νά τόν πα­ρα­σύ­ρουν οἱ δι­ά­φο­ροι πει­ρα­σμοί πού σπέρ­νει ὁ δι­ά­βο­λος. Χω­ρίς τήν ἀτ­λάν­τευ­τη πί­στη δέ μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ἀ­γα­θό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἡ προ­σευ­χή. Γι’ αὐ­τό πρίν ἀρ­χί­σει κά­ποι­ος τήν πρό­σευ­χή πρέ­πει νά ἐ­ξε­τά­σει καί νά δι­ορ­θώ­σει τήν πί­στη του.


β) Ἡ προσευχή με τήν ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη πρέπει νά εἶναι τό βασικό στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ψυχή χωρίς ἀγάπη, μοιάζει σάν τό χέρσο καί ἄνυδρο ἔδαφος, πού τίποτα δέ βλαστάνει οὔτε καρποφορεῖ. Καί προσευχή πού δέν ἔχει θεμέλιο τήν ἀγάπη, εἶναι σάν στή­λη κα­πνοῦ πού δι­α­λύ­ε­ται στόν ἀ­έ­ρα χω­ρίς κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα, χω­ρίς κα­μιά ὠ­φέ­λεια. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ προ­σευ­χή συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός τό Θε­ό καί τόν ἄν­θρω­πο, καί δέν ἔ­χει χῶ­ρο ἡ μνη­σι­κα­κία, κά­νει τήν προ­σευ­χή δυ­να­τή καί ἐ­λα­φριά πού ἀ­νε­βαί­νει κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ὁ προ­σευ­χό­με­νος δέν ἔ­χει σύν­τρο­φο καί συ­νο­δοι­πό­ρο τήν ἀ­γά­πη γί­νε­ται ἀ­το­μι­κι­στής , ἐ­γω­ϊ­στής καί δέν ἔ­χει τή δύ­να­μη νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά τούς ἄλ­λους καί εἰ­δι­κά γιά τούς ἐ­χθρούς του ὅ­πως θέ­λει καί ὁ Κύ­ριος.(Ματθ. 5. 43) καί νά ἐ­φαρ­μό­σει τό « προ­σεύ­χε­σθε ὁ ἕ­νας γιά τόν ἄλ­λο;» (Ἰ­ακ. 5.16).

Ἔ­τσι ἄν θέ­λεις νά προ­σευ­χη­θεῖς καρ­πο­φό­ρα, θά πρέ­πει καλ­λι­ερ­γή­σεις στήν ψυ­χή σου τήν γνή­σια ἀ­γά­πη, τήν ἀ­γά­πη πρός τό Θε­ό καί τό συ­νάν­θρω­πό σου, για­τί μό­νον ἔ­τσι θά ὠ­φε­λη­θεῖς ἀ­πό τήν προ­σευ­χή σου. Χω­ρίς γνή­σια ἀ­γά­πη μήν πε­ρι­μέ­νεις ὠ­φέ­λεια.


γ) Ἡ προσευχή μέ τήν νηστεία.

 

Ὅ­ταν ἡ προ­σευ­χή συ­νο­δεύ­ε­ται μέ τήν νη­στεί­α ἔ­χει με­γά­λη δύ­να­μη· γί­νε­ται ὅ­πλο ἰ­σχυ­ρό­τα­το ἐ­ναν­τί­ον τῶν δαι­μό­νων. Ἀ­πό­δει­ξη ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου: «Αὐ­τό τό εἶ­δος ( τῶν δαι­μό­νων ) δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά βγῇ μέ τί­πο­τε , πα­ρά μέ προ­σευ­χή καί νη­στεί­α». (Μάρκ. 9. 29.) Καί τοῦ­το για­τί ἡ νη­στεί­α ἡ σω­στή, τα­πει­νώ­νει τόν ἄν­θρω­πο, καί ἔ­χει τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη σάν ὄ­χη­μα πού ἀ­νε­βά­ζει τήν προ­σευ­χή στόν οὐ­ρα­νό. Ὅ­ταν προ­σεύ­χε­ται ὁ νη­στευ­τής καί τα­πει­νός ἔ­χει πολ­λήν παρ­ρη­σί­αν στόν Κύ­ριο. Ἔ­χου­με πα­ρά­δειγ­μα τό Μω­ϋ­σῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος Μέ τή νη­στεί­α καί τήν προ­σευ­χή ἔ­λα­βε ἀ­πό τό Θε­ό τίς πλᾶ­κες τοῦ νό­μου, ἔ­γι­νε συ­νό­μι­λος μέ τόν Κτί­στη κα­τά τόν ὑ­μνω­δό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Δα­νι­ήλ μέ τή νη­στεί­α καί τήν προ­σευ­χή δέ­χθη­κε θεί­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις μυ­στη­ρί­ων Θε­οῦ. Ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός μας πρίν ἀρ­χί­σει τό σω­τη­ρι­ῶ­δες ἔρ­γο Του ἀ­πο­σύρ­θη­κε στήν ἔ­ρη­μο καί μέ νη­στεί­α καί προ­σευ­χή , νίκησε τόν διάβολο κατά κράτος.

Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι συ­νο­δεύ­ουν τήν προ­σευ­χή τους μέ νη­στεί­α καί πρίν ἀ­πό κά­θε ἔρ­γο τους. Ἀλ­λά καί ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν πρό­κει­ται νά ζη­τή­σουν κά­τι με­γά­λο καί δύ­σκο­λο, συ­νο­δεύ­ουν τήν προ­σευ­χή τους μέ νη­στεί­α. Καί ὁ Ἅ­γιος Χρυ­σό­στο­μος, λέ­γει: « Πάν­το­τε ἡ δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι με­γά­λη, ὅ­ταν ἀ­κό­μη συ­νο­δεύ­ε­ται μέ τή νη­στεί­α με­τα­δί­δει στήν ψυ­χή με­γά­λη δύ­να­μη καί ἐ­νέρ­γεια καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πρός ἀ­ρε­τή. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ἔ­χει ἁ­γνές σκέ­ψεις σέ με­γά­λο βαθ­μό, νη­φά­λια δι­ά­νοι­α καί ἀ­νά­τα­ση τῆς ψυ­χῆς του. Γιά τοῦ­το στή Γρα­φή συν­δυ­ά­ζε­ται ἡ προ­σευ­χή μέ τή νη­στεί­α. Αὐ­τός πού προ­σεύ­χε­ται μέ νη­στεί­α ἔ­χει δι­πλές φτε­ροῦ­γες καί πιό ἐ­λα­φρές ἀ­πό τόν ἀ­έ­ρα».

Ἡ προσευχή μέ τή νηστεία εἶναι δύο φτε­ροῦ­γες ἐ­λα­φρό­τε­ρες καί ἀ­πό τόν ἀ­έ­ρα, λέ­γει κά­ποι­ος Πα­τέ­ρας.

Εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο λοι­πόν, ὅ­πως φαί­νε­ται νά συν­δι­ά­ζου­με τήν προ­σευ­χή μας με­ρι­κές φο­ρές μέ τή νη­στεί­α. Πρέ­πει νά τό κά­νου­με.


γ) Ἡ προσευχή μέ τήν ἐλεημοσύνη.

 

Ἡ ἐλεημοσύνη μέ τήν προσευχήν ὅταν συνδυάζεται, φανερώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει σπλά­χνα οἰ­κτιρ­μῶν καί εἶ­ναι γνή­σιο παι­δί τοῦ Θε­οῦ πα­τέ­ρα. Γιά τοῦ­το οἱ προ­σευ­χές του εἰ­σα­κού­ον­ται ἀ­πό τό Θε­ό, για­τί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι τό ὄ­χη­μα πού χω­ρίς κα­νέ­να ἐμ­πό­διο με­τα­φέ­ρει τήν προ­σευ­χήν στό θρό­νο τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πό τήν Γρα­φή φα­νε­ρώ­νει τοῦ λό­γου τό ἀ­λη­θές. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς Πρά­ξεις κεφ. 10, 4. Ὁ Κορ­νή­λιος, ἄν­θρω­πος στρα­τι­ω­τι­κός, ἀλ­λά μέ πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες στή ζω­ή του, προ­σευ­χό­ταν συ­χνά στό Θε­ό. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά μά­θει γιά τό κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Καί ὁ Κύ­ριος ἔ­στει­λε τόν ἄγ­γε­λό Του καί φα­νε­ρώ­θη­κε στόν Κορ­νή­λιο τήν ὤ­ρα πού προ­σευ­χό­ταν καί τοῦ λέ­γει: « Κορ­νή­λι­ε,... οἱ προ­σευ­χές σου καί οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες σου ἀ­νέ­βη­καν στόν οὐ­ρα­νό, γιά τίς λά­βει ὑ­π’ ὄ­ψιν ὁ Θε­ός». Καί τοῦ ἔ­δω­σε ὁ­δη­γί­ες τί νά κά­νει.

«Αὐ­τό τό ζευ­γά­ρι τῶν ἀ­ρε­τῶν (ἡ προ­σευ­χή καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) μπο­ρεῖ νά μᾶς χα­ρί­σει τά ἀ­μέ­τρη­τα ἀ­γα­θά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, νά σβύ­σει τή φω­τιά τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας καί νά μᾶς χα­ρί­σει με­γά­λην παρ­ρη­σί­αν» κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο.


Ωφέλειες από την προσευχή

 

Στήν πρό­σκαι­ρη τού­τη ζω­ή μας, ἀ­πό κά­θε ἔρ­γο πού κά­νου­με, εἴ­τε ὑ­λι­κό εἶ­ναι αὐ­τό, εἴ­τε πνευ­μα­τι­κό, πε­ρι­μέ­νου­με νά προ­κύ­ψει κά­ποι­ο κέρ­δος γιά τή συν­τή­ρη­ση καί τήν πρό­ο­δό μας. Ἔ­τσι καί ἀ­πό τό ἔρ­γο τῆς προ­σευ­χῆς προσ­δο­κοῦ­με κά­ποι­α ὠ­φέ­λεια, κά­ποι­α ἀ­μοι­βή τήν ὁ­ποί­α ζη­τοῦ­με ἀ­πό τόν δω­ρε­ο­δό­τη Θε­ό.

Οἱ ὠ­φέ­λει­ες ἀ­πό τήν προ­σευ­χή εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­ως ἁ­νώ­τε­ρες ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες πού προ­κύ­πτουν ἀ­πό τά ἄλ­λα ἔρ­γα τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς πού συ­νή­θως ἐρ­γα­ζό­μα­στε. Ἀ­πό τήν προ­σευ­χή λαμ­βά­νου­με πλοῦ­τον ἀ­δι­ά­φθο­ρο καί σω­τη­ρι­ώ­δη.

«Τά γάρ τῆς προ­σευ­χῆς ρή­μα­τα θε­ρα­πεί­α ἐ­στί τῆς ἐγ­γε­νο­μέ­νης τῆς ψυ­χῆς ἀρ­ρω­στί­ας» (Γρη­γορ. Νύσ­σης λό­γος β΄εἰς την προ­σευ­χήν) Τά λό­για τῆς προ­σευ­χῆς θε­ρα­πεύ­ουν τίς ἀρ­ρώ­στι­ες τῆς ψυ­χῆς. Ὁ ἴ­διος συ­νε­χί­ζει: «Σω­φρο­σύ­νης ἐ­στί φυ­λα­κτή­ριο, τύ­φου(ἀ­λα­ζο­νί­ας) κα­τα­στο­λή, μνη­σι­κα­κί­ας κά­θαρ­σις, ἀ­δι­κί­ας ἀ­ναί­ρε­σις, ἀ­σε­βεί­ας ἐ­πι­δι­όρ­θω­σις, τῶν κα­λῶν προ­κο­πή, τῶν κα­κῶν ἀ­πο­τρο­πή,τῶν ἁ­μαρ­τα­νόν­των δι­όρ­θω­σις» Ἀ­κό­μα ἄν πρίν ἀ­πό κά­θε μας ἔρ­γο προ­η­γη­θεῖ ἡ προ­σευ­χή, ἡ ἁ­μαρ­τί­α δέ θά βρεῖ μέ­ρος νά ἐ­νερ­γή­σει, για­τί ὅ­ταν μέ­νει ἡ μνή­μη τοῦ Θε­οῦ πάν­το­τε στήν καρ­δί­α δέ βρί­σκει ἔ­δα­φος ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ δι­α­βό­λου

Ἄν ἀ­νοί­ξου­με τή Γρα­φή, θά δοῦ­με τίς ἀ­μέ­τρη­τες δω­ρε­ές, πού χά­ρί­ζει ὁ Θε­ός στούς ἀν­θρώ­πους διά μέ­σου τῆς προ­σευ­χῆς. Ἔ­θνη σώ­θη­καν ἀ­πό τήν κα­τα­στρο­φή, ὅ­πως οἱ Νι­νευ­ΐ­τες ἤ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι διά τῶν προ­σευ­χῶν τοῦ Μω­ϋ­σῆ. Στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες ἀ­πέ­κτη­σαν παι­διά, μέ τήν προ­σευ­χή ὁ Ἰ­ω­α­κείμ καί ἡ Ἄν­να ἀ­πέ­κτη­σαν τήν Θε­ο­τό­κον Μαρία. Ἡ ἄλ­λη Ἄν­να τοῦ Ἐλ­κα­νᾶ,τό Σα­μου­ήλ τόν προ­φή­τη, ὁ Δα­νι­ήλ καί οἱ τρεῖς παί­δες σώ­θη­καν ἀ­πό τήν κά­μι­νον τοῦ πυ­ρός, ὁ βα­σι­λιάς Ἐ­ζε­κί­ας πέ­τυ­χε πα­ρά­τα­ση τῆς ζω­ῆς του γιά 15 χρό­νια. Καί στήν Και­νῆ Δι­α­θή­κη , ἀλ­λά καί στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θά βρεῖ πολ­λά ὠ­φε­λή­μα­τα ὁ ἀ­να­γνώ­στης πού δι­α­βά­ζει. Δέν εἶ­ναι λί­γοι οἱ ἐρ­γά­τες τῆς προ­σευ­χῆς πού προι­κή­σθη­καν μέ θεῖ­α χα­ρί­σμα­τα, ὅ­πως προ­ό­ρα­ση, προ­φη­τεί­α, θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν κλπ. Ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι δῶ­ρα καί καρ­πός τῆς θερ­μῆς προ­σευ­χῆς.

Ὁ φω­τι­σμός τοῦ νοῦ καί ὁ κα­θα­ρι­σμός τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι καρ­πός τῆς προ­σευ­χῆς λέ­γει ὁ Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης: « Ἐκ τοῦ ἔρ­γου τῆς προ­σευ­χῆς καί κα­θαρι­ζό­με­θα καί λαμ­βά­νου­μεν λύ­ση τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μας καί λυ­τρού­με­θα ἀ­πό τοῦ πο­νη­ροῦ καί παν­τός πει­ρα­σμοῦ, καί ἀ­πό ὅ­λα τά ἐ­περ­χό­με­να δει­νά καί γι­νώ­με­θα ἄ­ξιοι νά πα­ρα­στα­θῶ­μεν εἰς αὐ­τόν τόν Θε­όν καί νά κα­τα­ξι­ω­θῶ­μεν τοῦ φω­τι­σμοῦ αὐ­τοῦ καί τῆς βα­σι­λεί­ας του».

Ἡ προ­σευ­χή ἑλ­κύ­ει τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ στή γῆ καί φω­τί­ζει τόν προ­σευ­χό­με­νο καί τόν κα­θο­δη­γεῖ στό σω­στό δρό­μο, χα­ρο­ποι­εῖ τήν ­προ­σευ­χό­με­νην ψυ­χή, δι­ώ­χνει ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο τό ἄγ­χος καί τήν ἀ­γω­νί­α καί ἐ­πα­να­φέ­ρει τή γα­λή­νη καί τήν ἠ­ρε­μί­α. Ὁ προ­σευ­χό­με­νος ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί ξε­περ­νᾶ τίς δι­ά­φο­ρες δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς, για­τί πα­τᾶ σέ στέ­ρε­ο ἔ­δα­φος.

Ἀ­κό­μα ἡ προ­σευ­χή ὠ­φε­λεῖ καί τήν κοι­νω­νί­α γε­νι­κά, ὅ­ταν ὅ­λοι προ­σεύ­χον­ται· τήν ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πό τά κα­κά πού τή μα­στί­ζουν κα­θη­με­ρι­νά καί τήν κά­νει σω­στή κοι­νω­νί­α ἀν­θρώ­πων. Τό δέ με­γα­λύ­τε­ρο ἐ­πα­θλο τῆς προ­σευ­χῆς εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

εμποδια στην προσευχη.

Ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­σεις νά προ­σευ­χη­θεῖς πρέ­πει νά   Ἑ­τοι­μα­στεῖς νά ἀν­τι­με­τω­πί­σεις τούς πει­ρα­σμούς καί τά ἐμ­πό­δια πού θά σοῦ προ­βά­λουν οἱ δαί­μο­νες, προ­ει­δο­ποι­οῦν οἱ ἔμ­πει­ροι Πα­τέ­ρες μας. Ἐ­πει­δή γνω­ρί­ζει ὁ δι­ά­βο­λος ὅ­τι μέ τήν προ­σευ­χή μπο­ρεῖ νά σω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, γι’ αὐ­τό προ­σπα­θεῖ νά μα­ται­ώ­σει τήν προ­σευ­χή μέ δι­ά­φο­ρα τε­χνά­σμα­τα καί νά μήν προ­σευ­χη­θοῦ­με σω­στά καί καρ­πο­φό­ρα. Προ­σπα­θεῖ νά εἰ­σβά­λει στό νοῦ τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου μέ δι­ά­φο­ρες σκέ­ψεις καί μέ σύν­τρο­φο τήν φαν­τα­σί­α δη­μι­ουρ­γεῖ εἰ­κό­νες καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα πού πα­ρα­σύ­ρουν τό νοῦ ἀλ­λοῦ ἔ­στω καί ἄν ἡ γλῶσ­σα ψε­λί­ζει τήν προ­σευ­χή ἀ­φη­ρη­μέ­να. Πα­ρου­σιά­ζει στόν προ­σευ­χό­με­νο ὅ­λες τίς ἀ­σχο­λί­ες τῆς ἡ­μέ­ρας καί τά προ­βλή­μα­τἀ τους μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ νοῦς ἀν­τί νά εἶ­ναι στίς λέ­ξεις τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι στίς δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις. Ὑ­πο­βάλ­λει στόν προ­σευ­χό­με­νο ἀ­φορ­μές κού­ρα­σης, ἀ­δι­α­θε­σί­ας , τεμ­πε­λιᾶς καί ἄλ­λες προ­φά­σεις καί τε­λι­κά φεύ­γει ἀ­πό τή νπρο­σευ­χήν ὁ ἄν­θρω­πος χω­ρίς κα­νέ­να ὄ­φε­λος.

Γιά τήν ἀ­λή­θεια τῶν πιό πά­νω καί πῶς μᾶς πα­ρα­κο­λου­θεῖ ὁ πο­νη­ρός γιά νά μο­λύ­νει τά ἀ­γα­θά μας ἔρ­γα, φαί­νε­ται ἀ­πό ἕ­να χω­ρί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Στό βι­βλί­ο τοῦ προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α, ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ἑ­ξῆς πε­ρι­στα­τι­κό : «Καί ἔ­δει­ξέ μοι Κύ­ριος τό­νἸ­η­σοῦν τόν ἱ­ε­ρέ­α τόν μέ­γα ἐ­στῶ­τα πρό προ­σώ­που Ἀγ­γέ­λου Κυ­ρί­ου, καί ὁ δι­ά­βο­λος εἰ­στή­κει ἐκ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­τι­κεῖ­σθαι» ( Ζα­χαρ. 3. 1) Δη­λα­δή ὁ Θε­ός ἔ­δει­ξε στόν προ­φή­τη μιά ὁ­πτα­σί­α, πού πα­ρου­σί­α­ζε τό ἱ­ε­ρέ­α Ἰ­η­σοῦ νά ἐρ­γά­ζε­ται τό ἔρ­γο Κυ­ρί­ου συ­νο­δεί­α Ἀγ­γέ­λου, ἀλ­λά καί ὁ δι­ά­βο­λος στε­κό­ταν στά δε­ξιά τοῦ ἱ­ε­ρέ­α καί ἐ­ναν­τι­ο­νό­ταν γιά τοῦ μο­λύ­νει τό ἔρ­γο καί νά τόν κα­τη­γο­ρή­σει στό Θε­ό. Αὐ­τή τή δου­λειά ὁ δι­ά­βο­λος τήν κά­νει σ’ ὅ­λους προ­σπα­θών­τας νά κα­τα­στρέ­ψει ἤ νά μο­λύ­νει τά κα­λά μας ἔρ­γα καί προ­πα­τός τήν προ­σευ­χή.

Ὁ Ὅ­σιος Νεῖ­λος λέ­γει σχε­τι­κά:« ὅ­ταν σέ ἰ­δοῦν οἱ δαί­μο­νες ὅ­τι εἲ­σαι πρό­θυ­μος νά προ­σευ­χη­θεῖς ἀ­λη­θι­νά, τό­τε σοῦ φέρ­νουν στό νοῦ σκέ­ψεις πραγ­μά­των δῆ­θεν ἀ­ναγ­καί­ων καί σέ λί­γο σέ κά­νουν νά τά λη­σμο­νή­σεις καί πα­ρα­κι­νοῦν τό νοῦ νά τά ἀ­να­ζη­τή­σει. Καί ἐ­πει­δή ὁ νοῦς δέν τά βρί­σκει, στε­νο­χω­ρι­έ­ται καί λυ­πᾶ­ται. Ὅ­ταν πάλ­ιν ξα­να­στα­θεῖ στήν προ­σευ­χή, τοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν ἐ­κεῖ­να πού τού εἶ­χαν βά­λει στό νοῦ καί τά ἀ­να­ζη­τοῦ­σε, γιά στρα­φεῖ ὁ νοῦς σ’ αὐ­τά καί νά χά­σει τήν καρ­πο­φό­ρα προ­σευ­χή». Βλέ­πε­τε, σα­τα­νι­κό πραγ­μα­τι­κά σχέ­διο.

Πο­λές φο­ρές χρη­σι­μο­ποι­οῦν καί τή βι­α­σύ­νη οἱ δαί­μο­νες καί ὅ­ταν τό πε­τύ­χουν καί σέ πεί­σουν ὅ­τι βι­ά­ζε­σαι, ἀρ­χί­ζεις βι­α­στι­κά γιά νά τε­λει­ώ­σεις γρή­γο­ρα καί ἡ προ­σευ­χή σου χά­νει τή θέρ­μη της γί­νε­ται χλια­ρή καί σί­γου­ρα ὄ­χι θε­ά­ρε­στη. Ἔ­τσι πε­τυ­χαί­νει τό σκό­πο του ὁ πο­νη­ρός καί τρί­βει τά χέ­ρια­του ἀ­πό τή χα­ρά του.

Ἄλ­λες φο­ρές πα­ρου­σιά­ζει στόν προ­σευ­χό­με­νο πρό­σω­πα, εἰ­κό­νες καί ἁρ­πά­ζει τό νοῦν καί τόν πα­ρα­σύ­ρει μα­κριά. Στίς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές, ὁ Ὅ­σιος Φι­λό­θε­ος, δί­νει αὐ­τές τίς συμ­βου­λές: «Ὅ­ταν δεῖς νά σέ κυ­ρι­εύ­ει ἡ χαύ­νω­ση τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς, τό­τε νά με­τα­χει­ρί­ζε­σαι βι­βλί­ο καί δι­α­βά­ζον­τας προ­σε­κτι­κά νά δέ­χε­σαι μέ­σα σου τή γνώ­ση. Μήν προ­σπερ­νᾶς βι­α­στι­κά τά λό­για, ἀλ­λά νά τά στο­χά­ζε­σαι βα­θειά καί νά θη­σαυ­ρί­ζεις τό νό­η­μά τους.­.. καί τίς γο­νυ­κλι­σί­ες νά μήν τίς ἀ­φή­νεις, για­τί μέ τό γο­νά­τι­σμα εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πτώ­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί γί­νε­ται ἕ­να εἶ­δος ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως.­.­.­».

Ἔ­τσι ὁ δι­ά­βο­λος δέ θά στα­μα­τή­σει πο­τέ νά ἐμ­πο­δί­ζει τήν προ­σευ­χή μας καί ἀ­πό ἐ­μᾶς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται νά ἀν­τι­στα­θοῦ­με, νά ἐ­πι­μέ­νου­με νά προ­σευ­χό­μα­στε μέ πό­θο καί προ­σο­χή καί νά δι­ώ­χνου­με τούς ἐ­νε­πι­θύ­μη­τους ἐ­πι­σκέ­πτες τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς.

Χρει­ά­ζε­ται προ­σο­χή καί ἐ­πι­μο­νή μέ πολ­λή ἀν­τί­στα­ση, ἀλ­λά καί νά ζη­τοῦ­με καί τήν ἐξ ὕ­ψους βο­ή­θεια καί θά τά κα­τα­φέρ­νου­με νά προ­σευ­χό­μα­στε μέ ὠ­φέ­λεια.


Γιατί δεν παίρνουμε απάντηση στις προσευχές μας

Δέν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις πού τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα μιᾶς προ­σευ­χῆς γί­νον­ται φα­νε­ρά καί εὐ­ερ­γε­τι­κά. Εἶ­ναι ὅ­μως καί με­ρι­κές φο­ρές πού δέν παἰρ­νου­με κα­μιά ἀ­πάν­τη­ση στήν προ­σευ­χή μας ἀ­πό τόν Κύ­ριο, λές καί δέ μᾶς ἄ­κου­σε. Καί ἐ­μεῖς οἱ μη­δα­μι­νοί ἀ­νη­συ­χοῦ­με καί δι­ε­ρω­τό­μα­στε, για­τί; Γνω­ρι­ζον­τας μά­λι­στα καί τήν ὑ­πό­σχε­ση Του:« αἰ­τεῖ­τε καί δο­θή­σε­ται ὑ­μῖν», γί­νε­ται πιό ἔν­το­νη ἡ ἀ­νη­συ­χί­α μας. Αὐ­τό τό «για­τί» θά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει στή συ­νέ­χεια.

Στά κεί­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς δι­α­πι­στώ­νου­με, καί Ἁ­γί­ων ἀν­δρῶν οἱ προ­σευ­χές καί τά αἰ­τή­μα­τα, πολ­λές φο­ρές δέν εἶ­χαν ἄ­με­ση ἀ­πάν­τη­ση. Κι’ ὅ­μως κά­πο­τε ἐρ­χό­ταν αὐ­τή ἡ ἀ­πάν­τη­ση καί μά­λι­στα πο­λύ θε­τι­κά.

Θά φέ­ρου­με τέσ­σε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τά πολ­λά, γιά νά ἐ­ξη­γή­σου­με καί τίς αἰ­τί­ες τῆς κα­θυ­στε­ρη­μέ­νης ἀ­πάν­τη­σης ἀ­πό τό Θε­ό.

Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ Ἰ­σα­άκ εἴ­κο­σι ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια προ­σευ­χό­ταν στό Θε­ό γιά νά γεν­νή­σει ἡ Ρε­βέκ­κα παι­δί κι’ ὅ­μως με­τά ἀ­πό τά εἴ­κο­σι χρό­νια ἀ­πάν­τη­σε ὁ Θε­ός στό αἰ­τη­μά του καί γέν-νησε ἡ Ρεβέκκα παιδί.

Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ ἱ­ε­ρέ­α Ζα­χα­ρί­α καί τῆς γυ­ναί­κας του Ἐ­λι­σά­βετ. Πα­ρ’ ὅ­λο πού «ἦ­σαν ἀμ­φό­τε­ροι δί­και­οι» ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ, μιά ὁ­λο­κλη­ρη ζω­ή πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τό Θε­ό νά τούς χα­ρί­σει παι­δί, ἀλ­λά κα­μιά ἀ­πάν­τη­ση δέν ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τόν Κύ­ριο, πα­ρά μό­νον, ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στά γε­ρά­μα­τά τους, ὁ Θε­ός ἔ­στει­λε τόν Ἄγ­γε­λό Του καί τούς πλη­ρο­φό­ρη­σε ὅ­τι θά γεν­νή­σουν τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Πρό­δρο­μο.

Ἡ Χα­να­ναί­α ἱ­κε­έ­τευ­ε τόν Ἰ­η­σοῦ νά θε­ρα­πεύ­σει τήν κό­ρη της καί νά δι­ώ­ξει τό δαι­μό­νιο πού τή βα­σά­νι­ζε καί ὁ Κύ­ριος οὔ­τε κἄν ἔ­δει­χνε ὅ­τι τήν ἄ­κου­ε. Τή δο­κί­μα­σε ὅ­μως καί ὅ­ταν ἡ ἴ­δια ἐκ­δή­λω­σε πί­στη ἀ­κλό­νι­τη, τό­τε θε­ρά­πευ­σε τήν κό­ρη της.

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν, ὁ μέ­γας Παῦ­λος, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Κύ­ριο νά τοῦ ση­κώ­σει ἕ­να πει­ρα­σμό, ἀλ­λά Αὐ­τός τοῦ ἀρ­νή­θη­κε καί τοῦ εἶ­πε,« Σοῦ ἀρ­κεῖ ἡ χά­ρις μου». τί φα­νε­ρώ­νουν ὅ­λα αὐ­τά; Τἰ μπο­ροῦ­με νά συμ­πε­ρά­νου­με;

α) Στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἰ­σα­άκ καί τῆς Χα­να­ναί­ας, ὁ Θε­ός ἤ­θε­λε νά δο­κι­μά­σει τήν πί­στη τους, ἀλ­λά καί γιά νά εἶ­ναι πα­ρά­δειγ­μα πρός μί­μη­ση καί νά μά­θου­με ὅ­τι πρέ­πει ὅ­ταν κα­τα­φεύ­γου­με στόν Κύ­ριο, πρέ­πει νά ἔ­χου­με ἀ­κλό­νι­τη πί­στη, ὑ­πο­μο­νή καί συ­νέ­πεια στά αἰτήματά μας.

β) Στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ζα­χα­ρί­α, τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Ζα­χα­ρί­α καί τῆς Ἐ­λι­σά­βετ. Καί ἔ­τσι δο­κι­μά­στη­κε ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ ἐ­πι­μο­νή τους.

γ) Στήν πε­ρί­πτω­ση δέ τοῦ Παύ­λου, δέ ἦ­ταν πρός τό κα­λό τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ἄν τοῦ σή­κω­νε τόν πει­ρα­σμό, για­τί ὁ πει­ρα­σμός τό βο­η­θοῦ­σε, τόν τα­πεί­νω­νε καί τα­πει­νό­νον­τάς τον προ­φυ­λασ­σό­ταν ἀ­πό χει­ρό­τε­ρα κα­κά, χει­ρό­τε­ρα τοῦ πει­ρα­σμοῦ.

Ἀ­νά­λο­γα λοι­πόν καί σέ μᾶς μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν οἱ αἰ­τί­ες τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων πού ἀ­να­φέ­ρα­με καί μπο­ρεῖ ὁ Κύ­ριος νά δο­κι­μά­ζει τήν πί­στη μας καί τήν ἐ­πι­μο­νή μας. Ἴ­σως αὐ­τά πού ζη­τοῦ­με νά μήν εἶ­ναι πρός τό συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς μας. Ἀ­κό­μα ἴ­σως ζη­τοῦ­με κά­τι πού θά τό χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με τή φι­λαυ­τί­α μας καί τόν ἐ­γω­ϊ­σμό μας. Αὐ­τό τό τε­λευ­ταῖ­ο το­νί­ζει καί ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος στήν ἐ­πι­στο­λή του: « Ζη­τεῖ­τε, ἀλ­λά δέν λαμ­βά­νε­τε, δι­ό­τι ζη­τεῖ­τε γιά κα­κό σκο­πό, γιά νά δα­πα­νή­σε­τε γιά τίς ἡ­δο­νι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες σας»(Ἰ­ακ. 4. 3).

Ἀ­κό­μα μπο­ρεῖ νά ζη­τοῦ­με πράγ­μα­τα πού δέ συμ­φω­νοῦν μέ τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ γιά μᾶς,

Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά ἔ­χου­με στό νοῦ μας, εἶ­ναι ὅ­τι, ἄν προ­σερ­χό­μα­στε στήν προ­σευ­χή μέ τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πού ἀ­να­φἐ­ρα­με πρίν, σί­γου­ρα ὁ Θε­ός μᾶς ἀ­κού­ει καί πάν­το­τε θέ­λει τό συμ­φέ­ρον μας , ἀλ­λά ἡ παν­σο­φί­α Του ἐ­φαρ­μό­ζει τρό­πους καί με­θό­δους γιά τή σω­τη­ρί­α μας, πού ἐ­μεῖς ἀ­γνο­οῦ­με καί γιά τοῦ­το στε­νο­χω­ρού­μα­στε. Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει ἐ­μεῖς νά κά­νου­με πρέ­πει νά ἐ­πι­μέ­νου­με ὅ­πως μᾶς συμ­βου­λεύ­ει ὁ Σο­φός Σει­ράχ.: Μή ὀ­λι­γο­ψυ­χή­σεις εἰς τήν προ­σευ­χήν σου». Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, λέ­γει: « Ὁ Θε­ός ἀ­να­βάλ­λει νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τά αἰ­τή­μα­τά μας, ὄ­χι γιά νά ὑ­πο­φέ­ρου­με, ἀλ­λά γιά νά μεί­νου­με πάν­το­τε συν­δε­δε­μέ­νοι μα­ζί Του, μέ τή θερ­μή καί ἐ­πί­μο­νη προ­σευ­χή μας».

Θά ἐ­πα­να­λά­βου­με πά­λιν ὅ­τι στήν προ­σευ­χή μας δέν πρέ­πει νά ἔ­χου­με κα­μιά ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι κατά ­τήν ὥ­ραν τῆς προ­σευ­χῆς βρι­σκό­μα­στε ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου καί μᾶς προ­σέ­χει καί θέ­λει νά μᾶς βο­η­θή­σει, ἔ­στω κι’ ἄν ἀρ­γεῖ νά ἀ­παν­τή­σει. Ἐ­μεῖς δέν πρέ­πει νά μεμ­ψι­μοι­ροῦ­με καί νά ὁ­λι­γο­πι­στοῦ­με, ἀλ­λά νά εἴ­μα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι νά προ­σφέ­ρου­με σω­στή προ­σευ­χή καί νά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με ὅ,τι δή­πο­τε μᾶς δώ­σει. Αὐ­τή μας ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά σί­γου­ρα θά ὑ­πο­χρε­ώ­σει τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καί θά δι­και­ώ­σει τά δί­και­α αἰ­τή­μα­τά μας, ἄν αὐ­τά εἶ­ναι πρός τό δι­κό μας συμ­φέ­ρον. Γιά τοῦ­το νά μήν ἔ­χου­με κα­μιά ἀμ­φι­βο­λί­α θά ἐ­πι­μεί­νου­με στήν προ­σευ­χή, ὅ­πως ἡ χἠ­ρα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου καί σί­γου­ρα κά­πο­τε ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος δεῖ ὄ­τι πρέ­πει νά μᾶς ἀ­παν­τή­σει θά τό κά­νει.

 

αντι επιλογου

Τε­λει­ώ­νον­τας τή μι­κρή αὐ­τή ἐρ­γα­σί­α γιά τήν προ­σευ­χή, ἀν­τί γιά ἐ­πί­λο­γο θά σχο­λιά­σω ἕ­να λό­γο τοῦ Εὐ­α­γρί­ου μο­να­χοῦ πού βρῆ­κα στή Φι­λο­κα­λί­α.

Γρά­φει: «Νά προ­σεύ­χε­σαι μέ φό­βο καί τρό­μο, μέ πό­νο, προ­σε­κτι­κά καί ἄ­γρυ­πνα».

Ἄς δοῦ­με τί θέ­λει νά πεῖ ὁ Ὅ­σιος αὐ­τός.

α) Μέ φό­βο καί τρό­μο. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι, κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς προ­σευ­χῆς ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά εἶ­ναι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι βρί­σκε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Παν­το­δύ­να­μου Θε­οῦ, ὅ­που οἱ κα­θα­ρό­τα­τοι Ἄγ­γε­λοι μέ φό­βο καί τρό­μο καί μέ τό βλέμ­μα πρός τά κά­τω ὑ­μνοῦν τήν ἄ­πει­ρη με­γα­λει­ό­τη­τα καί ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ κοι­νοῦ μας Δη­μι­ουρ­γοῦ. Ἄν οἱ κα­θα­ρό­τα­τες ἀγ­γε­λι­κές Δυ­νά­μεις στέ­κον­ται μέ φό­βο καί τρό­μο ἐ­νώ­πιον τῆς θεί­ας με­γα­λω­σύ­νης, τί θά πεῖ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός καί λε­ρω­μέ­νος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νά φο­βᾶ­ται δι­πλά. Νά φο­βᾶ­ται μή­πως δἐν προ­σεύ­χε­ται μέ τήν δέ­ου­σα προ­σο­χή καί δέν εἰ­σα­κου­σθεῖ ἡ προ­σευ­χή του. Νά φο­βᾶ­ται ἀ­κό­μα μή­πως δέν προ­σέ­ξει καί τόν πα­ρα­σύ­ρει ὁ πο­νη­ρός πού κα­ρα­δο­κεῖ, μέ τούς δι­ά­φο­ρους λο­γι­σμούς μα­κριά ἀ­πό τό θέ­μα τῆς προ­σευ­χῆς καί χά­σει τόν καρ­πό της, για­τί δέ θά εἰ­σα­κου­σθεῖ καί γί­νει πε­ρί­γε­λως τῶν δαι­μό­νων.

β) Μέ πό­νο ψυ­χῆς. Πού ση­μαί­νει ὅ­τι, ὁ προ­σευ­χό­με­νος θά πρέ­πει νά συ­ναι­σθά­νε­ται τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του καί ὅ­τι σέ κά­θε στιγ­μή πα­ρα­βαί­νει τό νό­μο καί τίς ἐν­το­λές τοῦ Κυ­ρί­ου καί νά πο­νεῖ βα­θειά ἡ ψυ­χή του. Αὐ­τός ὁ πό­νος τῆς ψυ­χῆς του θά πρέ­πει νά τόν κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο θερ­μό στήν προ­σευ­χή του. Θά πο­νεῖ ἀ­κό­μα, για­τί πολ­λοί ἄν­θρω­ποι βρί­σκον­ται μα­κρυ­ά ἀ­πό τό Θε­ό καί νά δέ­ε­ται γι’ αὐ­τούς.

γ) Προ­σε­κτι­κά, στο­χα­στι­κά. Δη­λα­δή μέ πολ­λήν προ­σο­χή καί πε­ρί­σκε­ψη, χω­ρίς κα­μιά βι­α­σύ­νη, μέ εὐ­λά­βεια, ὑ­πο­μο­νή καί πρα­ό­τη­τα νά προ­σεύ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος. Νά στο­χά­ζε­ται, νά συλ­λο­γί­ζε­ται τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του καί τίς δω­ρε­ές πού ὁ ἀ­γα­θός Θε­ός δί­νει στόν   ἀ­δύ­να­μο ἄν­θρω­πο. Νά στο­χά­ζε­ται τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καί τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή καί μέ πολ­λή πε­ρί­σκε­ψη νά κα­θα­ρί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του μέ τήν με­τά­νοι­α καί τήν ἀ­πο­χή ἀ­πό κά­θε λο­γι­σμό ἀ­νάρ­μο­στο τῶν πε­ρι­στά­σε­ων. Καί ἔ­τσι μέ ψυ­χή κα­θα­ρή νά προ­σεύ­χε­ται σάν παι­δί πρός τόν πα­τέ­ρα του.

Ἄ­γρυ­πνα. Τό ἄ­γρυ­πνα ἐ­δῶ ση­μαί­νει νά βρί­σκε­ται ὁ ἄν­θρω­πος σέ με­γά­λο βαθ­μό ἐ­γρή­γορ­σης καί προ­σο­χῆς. Μέ ἄ­γρυ­πνο μά­τι καί μέ πε­ρί­σκε­ψη καί πε­ρι­συλ­λο­γή νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ τόν ἑ­αυ­τό του, για­τί γύ­ρω του πε­ρι­μέ­νουν οἱ μο­χθη­ροί δαί­μο­νες νά τοῦ λε­ρώ­σουν ἤ ἀ­κό­μα να­ά τοῦ μα­ται­ώ­σουν τήν προ­σευ­χή. Και­ρο­φυ­λα­κτοῦν οἱ μι­σό­κα­λοι, γιά βροῦν τήν εὐ­και­ρί­α νά ἐ­πι­τε­θοῦν στήν ψυ­χή καί νά τήν αἰχ­μα­λω­τί­σουν καί νά τήν ὁ­δη­γή­σουν στό δι­κό τους σκο­τει­νό δρό­μο τῆς κό­λα­σης.

Ἔ­τσι ἄ­γρυ­πνα, μέ φό­βο καί τρό­μο, προ­σε­κτι­κά καί στο­χα­στι­κά ὅ­ταν συ­νη­θί­σει νά προ­σεύ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος, θἀ προ­σεύ­χε­ται σω­στά καί καρ­πο­φό­ρα καί σάν φρό­νι­μος καί πι­στός θά ἔ­χει καρ­πο­φό­ρα προ­σευ­χή καί θά σώ­σει καί τήν ψυ­χή του, δο­ξά­ζον­τας τόν πα­νά­γιο Τρι­α­δι­κό μας Θε­ό.Ἄς εἶναι εὐλογημένο καί δεδοξασμένο τό ὄνομά Του στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Χαραλάμπους Νεοφύτου Πρεσβυτέρου