Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής ὁ Νέος (28 Νοεμβρίου)

OsiosStefanos_Omologitis3εννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καί Ἄννα, τόν ἀνέθρεψαν κατά τόν καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Ὅταν μεγάλωσε, μορφώθηκε ἀρκετά καί ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενος στό περίφημο ὄρος τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου.
Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο δέ συμμορφώθηκε μέ τίς αὐτοκρατορικές διαταγές, ἀλλά καί χαρακτήρισε αἱρετικούς τούς εἰκονομάχους βασιλεῖς.
Καταγγέλθηκε στόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Κοπρώνυμο, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε μέ τήν προσωπική του ἐπιβολή, ὅταν τόν ἔφερνε μπροστά του, νά δαμάσει τό φρόνημα τοῦ Στεφάνου. Συνέβη ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ Στέφανος, ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ «πολλήν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», δηλαδή μέ πολλή παρρησία καί θάρρος στό νά διακηρύττει τήν πίστη πού ὁμολογοῦν ὅσοι εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἤλεγξε αὐστηρά κατά πρόσωπο τόν Κοπρώνυμο. Αὐτός τότε τόν ἔκλεισε στή φυλακή καί μετά ἀπό μέρες διέταξε νά τόν θανατώσουν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, τόν ἔβγαλαν ἀπό τήν φυλακή, ἄρχισαν νά τόν λιθοβολοῦν καί νά τόν κτυποῦν μέ βαριά ρόπαλα. Ἕνα ἰσχυρό κτύπημα στό κεφάλι ἔδωσε τέλος στή ζωή τοῦ Στεφάνου, τό 767 μ.Χ. Κατόπιν τό σῶμα του τό ἔριξαν στήν θάλασσα, ἀλλά εὐλαβεῖς χριστιανοί πού τό βρῆκαν ὅταν τά κύματα τό ἔφεραν στήν παραλία, τό ἔθαψαν μέ τήν ἁρμόζουσα τιμή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας, δικαιοσύνης, διαπρεπῶν ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καί τοῦ Χριστοῦ τήν Εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον, τῆς θείας εὐδοκίας τούς ὑμνοῦντάς σε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τόν τῆς Τριάδος ἐραστήν καί μύστην ἔνθεον
Ὡς ἐν ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλάμψαντα
Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει·
Τοῦ Χριστοῦ γάρ τό ἐκτύπωμα σεβόμενος
Τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τό φρύαγμα.
Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.

Μεγαλυνάριον.
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τήν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.