Με την απαγόρευση αυτή της Θείας Μεταλήψεως ο βαθύτερος σκοπός δεν είναι η καταδίκη της γυναίκας, όταν βρίσκεται σ” αυτή την αδιαθεσία....
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη.....
Τι είναι το πρόσφορο ποιοί οι συμβολισμοί του; Πως χρησιμοποιείται; Τί εννοούμε όταν λέμε «μνημόνευση ονομάτων στην Θ. Λατρεία» και ποιοι μνημονεύονται;
Το αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των Αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη ημέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας.
ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νά ἑλκύσει ψυχές Ὁσίων καί Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τήν ἐλεύθερη λατρεία, τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή σέ ἐρημικούς τόπους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρίς νά δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιά τήν πνευματική ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δέ οἱ ἐντυπώσεις πού ἔρχονταν στό νοῦ ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τό ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τήν ἡσυχία τοῦ τόπου καί τήν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρός τόν Θεό.
Ἐπειδή τότε δέν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι Ἀναχωρητές καί Ἀσκητές χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τίς ὁποῖες ἔκτιζαν σέ μικρή ἀπόσταση τή μία ἀπό τήν ἄλλη.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπό τούς Βλέμμυες, βάρβαρο λαό πού κατοικοῦσε σέ ὅλη τήν ἔρημο, ἀπό τήν Ἀραβία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί ἄρχισε τίς ἐπιδρομές τό 373 μ.Χ.
Ἀλλά καί πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ἐπί τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καί ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300 – 311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καί ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες πού ἡσύχαζαν στό ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στό ὄρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καί Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καί σκότωσαν πολλούς ἀσκητές. Ὅσοι ἀπό αὐτούς διέφυγαν τό θάνατο κατέφυγαν σέ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατά θεία πρόνοια, φάνηκε τήν νύχτα στούς Σαρακηνούς μία φλόγα πού κατάκαιγε ὅλο τό ὄρος Σινᾶ καί ἔφθανε ὡς τόν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τήν φλόγα αὐτή οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τά ὅπλα τους καί ἔφυγαν.
Οἱ Ἀσκητές πού ἐφονεύθησαν (καί μάλιστα μέ ἰδιαίτερα βάρβαρο τρόπο), ἦταν τριάντα ὀκτώ.
Ἀπό τά φονικά σπαθιά διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καί ὁ Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι καί ἔθαψαν τούς φονευθέντες καί διηγήθηκαν τά σχετικά μέ αὐτούς.
ως δύο μέρες μακριά ἀπό τό ὄρος Σινᾶ, πρός τήν Ἐρυθρά θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στό ἐσωτερικό τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοί Ἀναχωρητές καί Ἀσκητές. Αὐτοί οἱ μακαριστοί Πατέρες διένυαν τόν ἀσκητικό ἀγώνα ἐκεῖ πού εἶναι οἱ δώδεκα πηγές τῶν ὑδάτων καί ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοί αὐτοί πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρός τό ἀσκητικό τους ἔργο καί τή μεγάλη ἐντολή τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στούς ἀλλοεθνής. Ἀλλά τήν ἴδια ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγή τῶν Πατέρων στό Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νά ἐξολοθρεύσουν καί τούς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τῶν Φαρανιτῶν καί πῆγαν στό Κάστρο, ὅπου εἶχαν τήν ἐκκλησία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τούς βαρβάρους, ἔκλεισαν τήν πόρτα τοῦ Ναοῦ καί περίμεναν τόν θάνατο. Ὁ προεστός τῆς μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στούς ἀδελφούς ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ βασιλεία Του καί ὅτι ὑπέρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καί τά ἔργα τους καί τώρα παρουσιάζεται λαμπρή εὐκαιρία νά ἀποκτήσουν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καί αὐτό τό αἷμά τους ὑπέρ τοῦ Κυρίου καί μισθαποδότου τους. Τούς παρακίνησε δέ, νά εὐχηθοῦν ὑπέρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικά δυστυχεῖς καί ἐξέφρασε τήν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτή θά συντελέσει στήν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τά λόγια αὐτά καί προσευχήθηκαν, ενώ, τήν ἴδια ώρα οἱ Βλέμμυες, ἔσπαζαν τήν πόρτα καί εἰσήρχοντο στό ναό, σπέρνοντας τόν θάνατο μέ ἰδιαίτερη ἀγριότητα.
Τίς σφαγές αὐτές καί τίς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχός στή Διήγησή του, καθώς καί ὁ Ἀναστάσιος μοναχός ὁ Σιναΐτης κατά τόν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχικά ἡ μνήμη τους ἑορταζόταν στίς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νά ἑορτάζεται σήμερα.
Ἅγιος Σάββας ἦταν υἱός τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στίς βυζαντινές πηγές ἀναφέρεται Νεεμάν) καί τῆς πριγκίπισσας Ἄννας. Τό λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
Ἡ ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπό τό μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167 – 1169), τόν πατέρα τοῦ Ἁγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή συνένωση ὅλων σχεδόν τῶν Σέρβων σέ ἑνιαῖο καί ἀνεξάρτητο ἀπό τή βυζαντινή κυριαρχία κράτος μέ ἐπίκεντρο τή Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) συνῆψε, τό ἔτος 1190, εἰρήνη μέ τό ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τήν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπό ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Σύμφωνα πρός τίς ἱστορικές εἰδήσεις, ἂν καί ἡ παγίωση τοῦ Χριστιανικοῦ βίου στούς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τήν σύγχυση δικαιοδοσιῶν καί διευκόλυνε τήν δράση τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ υἱός τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σέ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχός στή Μονή Βατοπαιδίου καί ἔλαβε τό ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περί τό 1195, ἵδρυσε μαζί μέ τόν πατέρα του Στέφανο, πού ἔγινε μοναχός καί ὀνομάστηκε Συμεών († 13 Φεβρουαρίου), τή Μονή τοῦ Χιλανδαρίου μέ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Στό θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς (1195 – 1228), υἱός τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεών, πού εἶχε νυμφευθεῖ τήν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Ὅσιος Θεόδουλος ἦταν υἱός τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά ἄφησε τήν δόξα τοῦ κόσμου καί ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ μαζί μέ τόν υἱό του. Οἱ Ὅσιοι ἔζησαν πρό τῶν μέσων τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.).
Ἐκεῖ λοιπόν πού διέμεναν, ὁ Νεῖλος, ὁ υἱός του Θεόδουλος καί πολλοί ἄλλοι μοναχοί, ξαφνικά τούς ἐπιτέθηκαν βάρβαροι καί ἄρχισαν νά τούς κατασφάζουν. Ὁ Νεῖλος κατόρθωσε νά διαφύγει. Τόν υἱό του ὅμως, Θεόδουλο τόν πῆραν μαζί τους αἰχμάλωτο. Στήν ἀρχή θέλησαν νά τόν φονεύσουν, ἀλλά κατόπιν τόν πούλησαν καί τόν ἀγόρασε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καί τοῦ ἀπέδωσε τήν ἐλευθερία του.
Ἀργότερα, ὁ Ὅσιος Θεόδουλος συναντήθηκε μέ τόν πατέρα του, τόν Ὅσιο Νεῖλο, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφύγει ἀπό τήν σφαγή τῶν Ἀββάδων τοῦ Σινᾶ καί μετέβη μαζί του σέ ἐρημικό τόπο γιά ἄσκηση καί προσευχή. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή τους συνέγραψαν λόγους καί ἐπιστολές μέ πολύτιμες πνευματικές συμβουλές περί τοῦ τρόπου κατά τόν ὁποῖο ὀφείλουν νά ζοῦν οἱ μοναχοί, γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουστίνου, τά ἱερά λείψανά του μετεκομίσθησαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί κατατέθηκαν στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου καθώς καί ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν, ἐτελεῖτο στήν Κωνσταντινούπολη, στό Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου πού βρίσκεται στό ὀρφανοτροφεῖο.
Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στήν Καππαδοκία, ὅπου κατοικοῦσαν πολλοί Γεωργιανοί καί φέρεται ὡς συγγενής τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ὁ πατέρας της, Ζαβουλῶν, εὐσεβής καί φημισμένος στρατιωτικός, πρίν ἀκόμα νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπό τήν πατρίδα του Καππαδοκία, γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στόν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. Ἡ μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφή τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὁ πατέρας της, φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔγινε, μέ τήν συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχός στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Τήν Ἁγία Νίνα τήν παρέδωσαν στήν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιά νά τήν ἀναθρέψει.
Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα μελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί ἔφθασε στό κεφάλαιο πού ἔγραφε γιά τήν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ λογισμός της σταμάτησε στόν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναρωτήθηκε πού νά βρίσκεται ἄραγε ἡ ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατά τήν παράδοση, αὐτή φυλασσόταν στήν πόλη Μιτσχέτη τῆς Ἰβηρίας (Γεωργίας). Τήν μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραββίνος τῆς πόλεως πού ὀνομαζόταν Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος τήν εἶχε παραλάβει ἀπό τό στρατιώτη πού τήν κέρδισε στήν κλήρωση κάτω ἀπό τόν Σταυρό. Τά λόγια αὐτά χαράχτηκαν βαθιά στήν καρδιά της. Καί παρακάλεσε τήν Θεοτόκο νά τήν ἀξιώσει νά πάει στήν Χώρα τῶν Ἰβήρων, γιά νά προσκυνήσει τόν χιτώνα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Ἡ Παναγία ἄκουσε τήν προσευχή της καί ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο τῆς Ἁγίας. Τήν προέτρεψε νά πάει στήν Ἰβηρία νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πρόσφερε ἕνα Σταυρό ἀπό κληματόβεργες, πού θά ἦταν ἡ ἀσπίδα καί ὁ φύλακάς της. Ἡ Ἁγία ξύπνησε καί εἶδε στά χέρια της τό θαυμαστό Σταυρό. Τόν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μία κοτσίδα ἀπό τά μαλλιά της, τήν ἔπλεξε στόν Σταυρό καί πῆγε νά συναντήσει ἀμέσως τόν θεῖο της Ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο. Ἐκεῖνος διέκρινε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του.
Ἔτσι μετά ἀπό ἐντολή τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Γεωργία, περί τόν 3ο Αἰώνα μ.Χ. Ἡ ἀποστολική της δράση καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τούς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριάν (265 – 342 μ.Χ.) καί Νάνα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία βρῆκε τόν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στόν κῆπο τῶν ἀνακτόρων καί ἐκεῖ ἀνήγειρε τό Ναό τοῦ Ἁγίου Στύλου.
Ἡ Ἁγία Νίνα κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη καί ὁ Θεός τήν δόξασε διατηρώντας τό τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx