ο πιο σπουδαίο όμως, είναι ότι δεν προσέχουμε καθόλου εκείνο το, «ότι εώρακάς Με πεπίστευκας», με το οποίο ο Χριστός απορρίπτει ουσιαστικά τον τύπο αυτό της πίστης του Θωμά, συνακόλουθα και των άλλων δέκα. Όπως επίσης δεν προσέχουμε τη θαυμάσια συνέχεια του λόγου Του,«μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» με την οποία εγκαινιάζει μια πίστη άλλης μορφής, μια πίστη που θα κάλυπτε σε λίγο και τους Μαθητές και όσους θα Τον ακολουθούσαν στο πέρασμα των αιώνων.
Για τούτο και δεν καταπιανόμαστε με την πίστη αυτής της μορφής, ούτε και εξετάζουμε πού θα τη βρούμε. Το πρωταρχικό, κυρίαρχο και απόλυτο γεγονός της παρουσίας του Αναστημένου που αλλάζει όλα τα δεδομένα. Και η αλλαγή αυτή φαίνεται καθαρά από εκείνο το: «εωράκαμεν τον Κύριον» με το οποίο «οι άλλοι μαθηταί» πληροφορούν το Θωμά για την συνάντησή τους με τον Αναστάντα Κύριο από την οποία έλειπε αυτός και του μεταφέρουν τη χαρά τους.
Και που με όλα κατά βάθος είναι σαν να του λένε, «ξαναπήγε στον τόπο της η καρδιά μας», σαν να τον κοινωνούν με μια τέτοια αίσθηση. Κάποιοι θα έλεγαν ότι τους είχε δοθεί προτύπωση, όχι μόνο απλή ενημέρωση, των συνταρακτικά δραματικών όσο και θαυμαστών και παράδοξων, ότι θα έβρισκαν το Χριστό.
Και ήταν τότε που «ην εναντίος ο άνεμος», κι αυτοί παράδερναν στα ανοιχτά τις λίμνης Γεννησαρέτ, «σταδίους πολλούς από γης», σε δεινή θαλασσοταραχή πάνω σ' ένα καραδότσουφλο πλοιάριο, «βασανιζομένων υπό των κυμάτων». Και «την τέταρτη φυλακή της νυκτός», ένας περίπατος του Χριστού πάνω στα αφρισμένα κύματα της θύελλας στάθηκε αρκετός να κοπάσει τον άνεμο και να γαληνέψει μαζί με τη θάλασσα και τη ψυχή τους.