ό γεγονός αὐτό συνέβη στά χρόνια πού οἱ μεγάλοι διωγμοί τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καί αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος.
Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορές σέ κάποιον εὐσεβή γέροντα ἱερέα, τόν Λουκιανό, καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν τόπο, ὅπου ἦταν κρυμμένο τό λείψανό του. Αὐτός ἀμέσως τό ἀνέφερε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, πού μέ τήν σειρά του πῆγε στόν ὑποδεικνυόμενο τόπο καί πράγματι βρῆκε τό Ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Κατά τήν εὕρεση ἔγινε μεγάλος σεισμός, καί τό λείψανο τοῦ Ἁγίου πλημμύρισε εὐωδία τούς παρευρισκόμενους στόν τόπο ἐκεῖνο. Λέγεται ὅτι ἀπό τόν οὐρανό ἀκούστηκαν ἀγγελικές φωνές, πού ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στόν Θεό, στά ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καί στήν ταραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεός φανέρωσε τήν εὐαρέσκειά Του στούς ἀνθρώπους, μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του.
Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, τά λείψανα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐναποτέθηκαν στόν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ ἀνεγερθέντα Ναό ὑπό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.