ζησαν στά χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ἐπί ἡγεμόνος τῆς Πισιδίας Μάγνου (290).
Ὁ γέροντας Μᾶρκος ἦταν βοσκός προβάτων. Ἐπειδή ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά καί στάλθηκε στήν Κλαυδιούπολη.
Ἐκεῖ κάλεσαν τρία ἀδέλφια, τόν Ἀλέξανδρο, τόν Ἀλφειό καί τόν Ζώσιμο, ἀπό τό χωριό Κατάλυτο, γιά νά κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά γιά τόν Μᾶρκο. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νά τά κατασκευάζουν, ἔνιωσαν τά χέρια τους νά παραλύουν. Θαύμασαν γιά τό γεγονός καί ἀμέσως ὁμολόγησαν τόν Χριστό. Τότε μαρτύρησαν μέ φρικτό τρόπο, ἀφοῦ ἔριξαν στό στόμα τους βραστό μολύβι καί ἔπειτα τούς κάρφωσαν ἐπάνω σέ πέτρα.
Τόν δέ Μᾶρκο, ἀφοῦ συνέχισαν νά τόν βασανίζουν φρικτά, τελικά τόν ἀποκεφάλισαν.
Τόν ἴδιο θάνατο εἶχαν καί οἱ ὑπόλοιποι Μάρτυρες, Ἠλιόδωρος, Νίκων καί Νέων, μαζί μέ πολλές Παρθένες καί Παιδιά. Ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν στήν τοποθεσία Μωρομίλιο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx