Βίοι Αγίων

Βίοι Αγίων Φεβρουαρίου

Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος (7 Φεβρουαρίου)

15ἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά ἀπό τόν πατέρα του, εἶχαν γεννηθεῖ στήν Αἴγινα, τήν ὁποία ὅμως, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν, ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν, γύρω στά ἔτη 865 – 870 μ.Χ. Ἔτσι, ἀπό τήν Αἴγινα κατέφυγαν στήν ἐπαρχία τοῦ Χρυσοῦ (ἢ Χρισοῦ, δηλαδή τῆς ἀρχαίας Κρίσσας) τῆς Φωκίδος καί ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικά στό παράλιο ὄρος τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ Ἰωαννίτζη ἐπιλεγόμενο.
Ἀλλά, ἐπειδή καί ἐκεῖ δέν βρῆκαν ἀσφάλεια, ἀφοῦ καί τίς παραθαλάσσιες ἐκεῖνες περιοχές λυμαίνονταν καί λεηλατοῦσαν οἱ Σαρακηνοί πειρατές μέ τίς συχνές ἐπιδρομές τους, ἀναγκάσθηκαν πάλι οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ νά ἐγκαταλείψουν καί τό ὄρος τοῦ Ἰωαννίτζη. Στή συνέχεια μετακινήθηκαν καί κατέφυγαν κοντά σέ ἕνα λιμάνι, στήν σημερινή Ἰτέα, πού ὀνομαζόταν Βαθύς. Ἐκεῖ γέννησαν τόν πατέρα τοῦ Ὁσίου, τόν ὁποῖο ὀνόμασαν Στέφανο.
Καί πάλι ὅμως οἱ προπάτορες τοῦ Ὁσίου, σάν κάποιο θεϊκό νεῦμα νά τούς καλοῦσε, μετοίκησαν ἀπό τόν τόπο αὐτό καί διάλεξαν τελικά ὡς τόπο διαμονῆς τους τό Καστόριον τῆς Φωκίδος, τό νεότερο Καστρί, κοντά στούς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ὁ υἱός Στέφανος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε τήν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ Ὁσίου, πού ἦταν καί αὐτή ἀπό τό ἴδιο νησί, τήν Αἴγινα καί ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια.
Ὁ Στέφανος καί ἡ Εὐφροσύνη, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησαν ἀπό τόν γάμο τους αὐτό, ἑπτά παιδιά: τόν Θεόδωρο πρῶτο, τή Μαρία δεύτερη, τόν Λουκᾶ τρίτο, τήν Καλή τέταρτη πού ἐνδύθηκε καί αὐτή τό ἀγγελικό σχῆμα, τόν Ἐπιφάνιο πέμπτο πού καί αὐτός ὡς μοναχός ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί δύο ἀκόμη ἄλλα παιδιά πού πέθαναν σέ νηπιακή ἡλικία. Στό Καστόριον λοιπόν τῆς Φωκίδος γεννήθηκε στά τέλη τοῦ 896 ἢ στίς ἀρχές τοῦ 897 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Λουκᾶς.
Ὁ Λουκᾶς, ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ἔδειχνε τήν τάση καί τήν θεϊκή κλίση καί κλήση του πρός τόν θρησκευτικό καί μοναχικό βίο. Διακρινόταν γιά τήν ἀπέραντη ἀγάπη του πρός τούς φτωχούς καί τήν παροιμιώδη φιλανθρωπία του, πού ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νά μοιράζει τά ροῦχα του σέ κάθε ἐνδεή τόν ὁποῖο συναντοῦσε στόν δρόμο του καί νά ἐπιστρέφει στό σπίτι του σχεδόν γυμνός, χωρίς νά ὑπολογίζει γιά τίποτε τίς ἐπιπλήξεις καί παρατηρήσεις τῶν γονέων του. Μέ κάθε τρόπο ἐκδήλωνε τήν ἀφοσίωση καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. Ἔτσι, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας τό ἀφιέρωνε στήν προσευχή καί πολύ λίγο στόν ὕπνο. Δέν παρέλειπε ὅμως καθόλου καί τά καθήκοντά του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς, τούς ὁποίους σεβόταν, ἀγαποῦσε, τιμοῦσε καί ἐξυπηρετοῦσε μέ κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στίς ποιμενικές καί γεωργικές τους ἐργασίες. Μόλις στήν τρυφερή ἡλικία τῶν 12 – 13 ἐτῶν, κατά τό ἔτος 908 – 909 μ.Χ., ἔχασε τόν πατέρα του καί ἔμεινε ὀρφανός.

Ἅγιος Φώτιος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ Ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (6 Φεβρουαρίου)

15 Μέγας Φώτιος ἔζησε κατά τούς χρόνους πού βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαήλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱός τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.) καί ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός (886 – 912 μ.Χ.), υἱός τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περί τό 810 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό εὐσεβή καί ἐπιφανή οἰκογένεια, πού ἀγωνίσθηκε γιά τήν τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καί Εἰρήνη καί καταδιώχθηκαν ἐπί τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στίς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφός τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καί περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπό τό λαιμό ἀνά τίς ὁδούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τήν περιουσία του καί ἐξορίσθηκε μετά τῆς συζύγου του καί τῶν παιδιῶν του σέ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπό τίς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ ἱερός Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στά ἀνώτατα πολιτικά ἀξιώματα. Ὅταν μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σέ αὐτόν, τό ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερός Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τήν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπό τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καί Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχός καί ἀκολούθως ἔλαβε κατά τάξη τούς βαθμούς τῆς ἱεροσύνης.
Ὁ ἱερός Φώτιος μέ συνοδικά γράμματα ἀνακοίνωσε, κατά τά καθιερωμένα, τά τῆς ἐκλογῆς του στούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καί τόνισε τήν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλά πρίν ἀκόμα προλάβει νά τήν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξύ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν».
Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τόν ἱερό Φώτιο καί ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τόν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικές τίς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καί τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό τόν θρόνο, δέν ἦταν πλέον Πατριάρχης καί ὅτι ἐάν διεκδικοῦσε καί πάλι τήν ἐπιστροφή του στόν πατριαρχικό θρόνο, τότε αὐτόματα θά ὑφίστατο τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως καί τοῦ ἀφορισμοῦ.

Ὅσιος Βουκόλος Ἐπίσκοπος Σμύρνης (6 Φεβρουαρίου)

Osios Voukolos15 Ὅσιος Βουκόλος ἀπό νεαρή ἡλικία ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης.
Ὁ Ἅγιος διακόνησε τήν Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν εὐσυνειδησία, τήν θερμότητα καί τήν αὐταπάρνηση τῶν μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πατέρας καί ποιμένας γιά τούς Χριστιανούς του στή διδασκαλία καί τήν ὑπεράσπιση, ὅταν κινδύνευαν ἀπό τούς διῶκτες τοῦ Εὐαγγελίου. Πρός δέ τά εἰδωλολατρικά πλήθη συμπεριφερόταν μέ σύνεση καί διάκριση, προσέχοντας νά μήν τά ἐρεθίσει ἀλλά καί προσπαθώντας μέ θεία τέχνη καί φωτισμό νά ἑλκύει πολλούς ἀπό αὐτά στήν Χριστιανική πίστη.

Λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τόν πρόσκαιρο αὐτό βίο, ὁ Ὅσιος χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Πολύκαρπο († 23 Φεβρουαρίου) καί μετά κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
Στό Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μόλις τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Βουκόλου ἐνταφιάσθηκε, μέ θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ φύτρωσε στόν τόπο τῆς ταφῆς του ἕνα δένδρο τό ὁποῖο παρεῖχε ἰάσεις στούς πιστούς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τήν ποίμνην σου, πρός νομάς ἀληθείας. Καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τό καθαρόν, καί διαυγές τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καί λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γάρ ἐκοινώνησας.

Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμήν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καί τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.

Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Ἐμέσῃ (6 Φεβρουαρίου)

Agios Ioulianos15 Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανός καταγόταν ἀπό τήν Ἔμεσα, πόλη τῆς Κοίλης Συρίας καί ἔζησε κατά τά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Διακρινόταν γιά τήν εὐσέβειά του πρός τόν Θεό καί γιά τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀδελφούς του. Ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ καί φρόντιζε γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς ὑγείας τῶν συνανθρώπων του, εἴτε Χριστιανῶν εἴτε εἰδωλολατρῶν.
Κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, τό ἔτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καί ὁ ἀναγνώστης Μώκιος, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν μέ θάρρος καί ἀνδρεία τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά κατασπαραχθοῦν οἱ Ἅγιοι ἀπό τά ἄγρια θηρία.

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός δέν εἶχε παρασταθεῖ στήν καταδίκη τους, ἀλλά ἄκουσε ὅμως περί αὐτῆς. Ἔτρεξε, λοιπόν, μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά τούς προφθάσει, ἀλλά ὅταν ᾖλθε στό κριτήριο, πληροφορήθηκε ὅτι τούς μετέφεραν ἤδη στό ἀμφιθέατρο, γιά νά βροῦν τόν θάνατο ἐκεῖ. Στή θέα τῶν Ἁγίων τά μάτια του δάκρυσαν ἀλλά ἡ ψυχή του φλογίσθηκε. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ, καυχήματα τῆς Ἐκκλησίας, στηρίγματα τῶν ψυχῶν. Καί ἀμέσως ἔτρεξε κοντά τους, χωρίς νά προλάβουν νά τόν ἐμποδίσουν οἱ στρατιῶτες καί τούς ἀσπάσθηκε ἀδελφικά. Ἡ πράξη του αὐτή θεωρήθηκε ἔγκλημα καί κρίθηκε ὅτι οἱ ἀσπασμοί ἐκεῖνοι ἔπρεπε νά ἐπισύρουν τόν θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός δέν φοβήθηκε ἀπό τήν κρίση τῶν διωκτῶν. Ἔμεινε ἕως τέλους ἀπτόητος καί ἄσειστος. Οἱ δήμιοι τοῦ διαπέρασαν καρφιά στό κεφάλι, στά χέρια καί τά πόδια, κατόπιν δέ καί στήν κεφαλή. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανός ἀκολούθησε τούς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες καί ἔλαβε τό ἔνδοξο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἅγιοι Φαύστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος οἱ Μάρτυρες (6 Φεβρουαρίου)

Agia Favsta7 Ἁγία Μάρτυς Φαύστα καταγόταν ἀπό τήν Κύζικο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἦταν θυγατέρα πλούσιων καί εὐσεβῶν γονέων. Ἔμεινε ὀρφανή σέ μικρή ἡλικία, ἔχοντας κληρονομήσει τήν τεράστια περιουσία τῶν γονέων της. Ὅμως οὔτε τό νεαρό τῆς ἡλικίας της, οὔτε ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου της κυρίευσαν τό νοῦ καί τήν καρδιά της. Ἡ Χριστιανική ἀνατροφή πού εἶχε ἀπό τούς μακαριστούς γονεῖς της ἦταν βαθιά χαραγμένη στήν ψυχή της. Ἔμεινε λοιπόν στήν εὐσέβεια τῶν γονέων της καί ἐξακολουθοῦσε νά προσεύχεται στόν Θεό μέ τήν ἴδια καί μεγαλύτερη μάλιστα ἀγάπη καί ἀφοσίωση, τήν στιγμή πού εἶχε χάσει τούς φιλόστοργους προστάτες της.
Κατά τό ἔτος 299 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἡ Ἁγία Φαύστα προσκλήθηκε ἀπό τόν ἐπιφανή Συγκλητικό Εὐϊλάσιο, ἐκπρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα, νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της στόν Χριστό καί νά θυσιάσει στούς θεούς τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε. Ὁ Εὐϊλάσιος, πού ἦταν γέροντας στήν ἡλικία, προσπάθησε νά πείσει τήν Ἁγία ὅτι πίστευε σέ ἀνόητη πίστη ἀλλά ἐκείνη, ἔχουσα καλά καί ἀσφαλή διδάγματα, φωτιζόμενη δέ καί ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἀνέλυσε τά δόγματα τῆς πίστεώς μας καί τοῦ ἔδωσε θαυμαστές ἀπαντήσεις.

Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Προφήτης (6 Φεβρουαρίου)

Osios Varsanoufios15ἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος καί Ἰωάννης ἔζησαν κατά τόν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν καί οἱ δυό μοναχοί καί φημισμένοι γιά τόν ἀσκητικό βίο καί τήν ἁγιότητά τους καί γνώριζαν ἄριστα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό συνέγραψαν καί βιβλίο στό ὁποῖο διατυπώνονται διάφορες ἐρωτήσεις καί ἀπορίες καί δίδονται ἀπαντήσεις μέ σκοπό τό φωτισμό τῶν πιστῶν. Τό βιβλίο αὐτό ἐκτυπώθηκε, κατά τόν Συναξαριστή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, στή Βενετία.
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη πρίν τόν Ὅσιο Ἰωάννη, στόν ὁποῖο ὁ Θεός χάρισε τό προφητικό καί θαυματουργικό χάρισμα. Περί αὐτοῦ ἄκουσε καί ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος (379 – 395 μ.Χ.) καί τόν εἶχε σέ πολύ σεβασμό καί τιμή.

Ἅγιος Ἄμανδος φωτιστὴς τῆς Βελγικῆς (6 Φεβρουαρίου)

Agios Amandos15 Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντά στήν Ἀκυϊτανία περί τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καί σπούδασε θεολογία στή Ρώμη. Ἀπό νεαρή ἡλικία μόνασε σέ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδή ὁ πατέρας του δέν ἤθελε νά γίνει ὁ υἱός του μοναχός καί τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στήν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπί δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σέ ἕνα κελί στά τείχη τῆς πόλεως. Σέ ἕνα προσκύνημά του στούς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στή Ρώμη, εἶδε σέ ὅραμα τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά κηρύξει ὁ Ἅγιος τό Εὐαγγέλιο στούς λαούς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτό ἐπέστρεψε στήν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καί ἄρχισε τήν ἱεραποστολική του δράση στούς λαούς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καί τῆς Γασκώνης.

Ἁγία Ἀγάθη ἡ Μάρτυς (5 Φεβρουαρίου)

7 Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπό τήν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τό λατινικό Μαρτύριον, πού εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καί τό Ἐγκώμιον, πού συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος, δέν ἀναφέρουν τήν ἰδιαίτερη πατρίδα της. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τό Παλέρμο. Τήν πληροφορία αὐτή υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καί οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Τήν καταγωγή τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπό τήν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στό Ἐγκώμιον πού ἔγραψε γιά τόν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπό τήν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στήν πόλη αὐτή ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καί μαρτύρησε.
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπό εὐγενική καί εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καί πρέπει νά τούς ἔχασε σέ μικρή ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἀπό παιδί ἔβαλε στήν καρδιά της τόν Χριστό καί ἀφιερώθηκε στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σέ αὐτήν ἕνας ψυχικός βιασμός, πού εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρίς ὅμως νά τήν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μέ ἄγρια ἔνστικτα, τήν σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νά μεταστρέψει τό φρόνημά της ὥστε νά θυσιάσει στούς θεούς. Ὕστερα τήν παρέδωσε σέ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, πού τήν ὀνόμαζαν Ἀφροδισία καί τίς θυγατέρες της, γιά νά τήν πείσουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της στόν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανός ἀπό τήν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη, πλημμύρισε ἀπό ὀργή. Διέταξε νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά του καί ἄρχισε πάλι τίς ἀπειλές. Στόν διάλογο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μέ πνευματική ἀνδρεία καί παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τόν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σέ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μέ τήν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τήν Ἁγία καί διέταξε νά τήν κρεμάσουν καί νά τήν λογχίσουν. Παρά τούς φρικτούς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ τήν πίστη της στόν Χριστό καί νά δηλώνει ὅτι τά βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπό ὀργή, διέταξε νά τῆς ἀποκόψουν τόν μαστό. Ὕστερα ἀπό τήν φρικώδη αὐτή πράξη τήν ὁδήγησαν στή φυλακή.
Μόλις πλησίασαν τά μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τήν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μέ μορφή γέροντα καί ἕνας Ἄγγελος, μέ μορφή παιδιοῦ, πού κρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τό ὑγρό καί σκοτεινό κελί τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος γιάτρεψε τίς πληγές της καί ἀποκατέστησε τόν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καί οἱ λοιποί κρατούμενοι ὠθοῦσαν τήν Ἁγία νά ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπό τή μία ὅτι θά τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν δραπετεύσει καί ἀπό τήν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νά ὑπομείνει τό μαρτύριο, δέν ἔφυγε ἀπό τό δεσμωτήριο.

Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας (5 Φεβρουαρίου)

15 Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καί ἦταν τέκνο πλουσίων καί ἐπισήμων γονέων. Τόν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμή καί ἱερός πόθος νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτό ἀναχώρησε γιά τήν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στά ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολύ μικρό οἰκίσκο, ὅπου καί ἔστησε τήν κατοικία του.
Στόν τόπο αὐτό ὁ Ὅσιος ζοῦσε στή μόνωση καί διεξήγαγε τούς πνευματικούς καί ἀσκητικούς του ἀγῶνες μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Κάποιες φορές μετέβαινε καί στά πλησιόχωρα χωριά ἀναζητώντας ψυχές πρός τίς ὁποῖες ἔφερνε τήν παρηγοριά τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδας.
Ὅταν τά μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐπανῆλθε στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔχτισε μία μικρή καλύβα, στήν ὁποία ζοῦσε μέ ἄλλους ἀδελφούς. Τό Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι κοιμόταν στή γῆ, φοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καί ἔφερε στό λαιμό του, στή μέση καί στά χέρια του βαριά σίδερα. Ὁ Θεός πού ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καί ἄκουγε τίς προσευχές του, τοῦ χάρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 301 επισκέπτες

Εμφανίσεις Άρθρων
5519898

Copyright © 2023 Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Πυτιρίνης. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. 

Δημιουργία ιστοτόπου: CJ web Services & Eshop

grafiko 2

Search